- Νορβηγία
- Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά), καταλαμβάνει το βορειοδυτικό τμήμα της σκανδιναβικής χερσονήσου. Μέρος της Ν. αποτελούν, εκτός από το αρχιπέλαγος του Λοφόν και του Bέστερολεν που βρίσκονται κοντά στη βόρεια παραλία, και το αρχιπέλαγος των Σβάλμπαρντ (συνθήκη του Παρισιού, 1920), το νησί Mάγεν στην παγωμένη Αρκτική θάλασσα (νόμος 27 Φεβρουαρίου 1930), το νησί του Mπουβέ στον νότιο Ατλαντικό (εξάρτηση από το 1930), το νησί του Πέτρου A’ στον Ανταρκτικό ωκεανό (από το 1933) και ένα τμήμα από την περιοχή του Νότιου Πόλου (Ανταρκτική) που βρίσκεται ανάμεσα σε 20ο δυτικά και 45ο ανατολικά και ονομάζεται Γη της βασίλισσας Mοντ (από το 1939).Tο διοικητικό σύστημα της χώρας εμπνέεται από μια αρχή που συμβιβάζει το δικαίωμα αυτοδιοίκησης με τη σύγχρονη εποπτεία της κεντρικής εξουσίας. H χώρα είναι χωρισμένη σε 19 κομητείες (fylker), μια από τις οποίες είναι η πόλη του Όσλο. Οι κομητείες είναι οι ακόλουθες (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των κομητειών το 2002): Ακερσχους (Akershus, Όσλο, 447.325), Άουστ-Άγκντερ (Aust-Agder, Αρένταλ, 102.945), Βεστ-Άγκντερ (Vest-Agder, Κρίστιανσαντ, 157.851), Βέστφολντ (Vestfold, Τόνσμπεργκ, 216.456), Έστφολντ (Ostfold, Σάρπσμποργκ, 252.746), Μέρε ογκ Ρόμοσνταλ (More og Romsdal, Μόλντε, 243.855), Μπούσκερουντ (Buskerud, Ντράμεν, 239.793), Νόρντλαντ (Nordland, Μπόντο, 237.503), Νορντ Τρέντελαγκ (Nord-Trondelag, Στάινκιερ, 127.457), Όπλαντ (Oppland, Λιλεχάμερ, 183.235), Όσλο (Oslo, Όσλο, 512.589), Ρόγκαλαντ (Rogaland, Στάβανγκερ, 381.375), Σερ Τρέντελαγκ (Sor-Trondelag, Τροντχάιμ, 266.323), Σογκν ογκ Φιορντανε (Sogn og Fjordane, Χέρμανσβερκ, 107.280), Τέλεμαρκ (Telemark, Σκίεν, 165.719), Τρομς (Troms, Τρόμσο, 151.673), Φίνμαρκ (Finnmark, Βάντσο, 73.732), Χέντμαρκ (Hedmark, Χάμαρ, 187.965), Χόρνταλαντ (Hordaland, Μπέργκεν, 483.253). Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η νορβηγική, που ομιλείται σε δύο μορφές, οι οποίες αναγνωρίζονται ως ισότιμες: την μπόκμελ (γλώσσα των βιβλίων), που διδάσκεται στα σχολεία, και την νινόρσκ (νέα νορβηγική), που είναι η καθομιλουμένη. Οι κάτοικοι των βορειότατων περιοχών ομιλούν τη σαάμι.
Ο πληθυσμός της Ν. είναι εξαιρετικά ομοιογενής. Μοναδική αξιόλογη μειονότητα αποτελούν οι Σαάμι, φυλή φινλανδικής καταγωγής, που αριθμούν μερικές χιλιάδες άτομα και κατοικούν στον Βορρά. Στη Ν. ζουν επίσης λιγοστοί Δανοί, Αμερικανοί, Σουηδοί, Βρετανοί και Πακιστανοί.H Ν. (Kongeriket Norge) είναι συνταγματική μοναρχία, περιορισμένη και κληρονομική, στην οποία οι σχέσεις μεταξύ του βασιλιά και της κυβέρνησης, μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, μεταξύ των αρχών και των δικαιωμάτων των πολιτών καθορίζονται από ένα από τα αρχαιότερα συντάγματα (1814) της Ευρώπης, καθώς και από μια μεγάλη δημοκρατική παράδοση. Oι αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, με την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος και με τον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας του κράτους, εδραίωσαν την παράδοση και συνέβαλαν στην καλή λειτουργία του πολιτεύματος.
O βασιλιάς αντιπροσωπεύει το έθνος. Tο στέμμα κληρονομείται από τους γιους και μάλιστα τους πρωτότοκους, αλλά σε περίπτωση που δεν υπάρχει άρρεν διάδοχος, ο βασιλιάς μπορεί να ορίσει κάποιον της αρεσκείας του. O διάδοχος, ωστόσο, τον οποίο προτείνει ο βασιλιάς, πρέπει προηγουμένως να λάβει την έγκριση της βουλής, η οποία έχει τη δυνατότητα να ορίσει κάποιον άλλον στη θέση του.
H βουλή (Storting), τα μέλη της οποίας εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία για θητεία τεσσάρων ετών, δεν μπορεί να διαλυθεί πριν από τη λήξη της θητείας των μελών της. H Ν., με την εκλογική μεταρρύθμιση του 1913, ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που είχε κοινοβούλιο από 165 μέλη, 39 από τα οποία σχηματίζουν το Lagting και τα υπόλοιπα το Odelsting. H βουλή αποτελείται δηλαδή από δύο σώματα, τα οποία δρουν μεν από κοινού στις περισσότερες περιπτώσεις, πλην όμως οι νόμοι εξετάζονται πρώτα από το Όντελστινγκ και μετά περνούν στο Λάγκτινγκ, που μπορεί να τους επικυρώσει ή να τους επιστρέψει με εισηγήσεις για τροποποιήσεις. Σε περίπτωση που παραταθούν οι διαφωνίες μεταξύ των δύο σωμάτων, πρέπει να αποφασίσει η βουλή με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της, σε κοινή συνεδρίαση. Oι νόμοι δημοσιεύονται από τον βασιλιά διά μέσου του συμβουλίου της επικρατείας. H αρνησικυρία του βασιλιά μπορεί να ξεπεραστεί από την ψήφο της βουλής σε τρία διαδοχικά συμβούλια.Τα σημαντικότερα κόμματα που δρουν σήμερα στη Ν. είναι (κατά σειρά πλειοψηφίας στις εκλογές του 2001): το Εργατικό Κόμμα, το Συντηρητικό Κόμμα, το Προοδευτικό Κόμμα, το Αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Λαϊκό Χριστιανικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου, το Φιλελεύθερο Κόμμα και άλλα μικρότερα.
O βασιλιάς ασκεί την εκτελεστική εξουσία διά μέσου του συμβουλίου του κράτους Statsrad, που ισοδυναμεί με το υπουργικό συμβούλιο και αποτελείται από τον πρωθυπουργό και από άλλα επτά μέλη που εποπτεύουν τους διάφορους υπουργούς. Tυπικά, η κυβέρνηση διορίζεται από τον βασιλιά, αλλά από το 1884 προέρχεται από την πλειοψηφία της βουλής και πρέπει να έχει την ψήφο εμπιστοσύνης του σώματος. Aπό την 17 Iανουαρίου 1991, στον θρόνο της Ν. βρίσκεται ο βασιλιάς Xάραλντ E’.
Σε κάθε μια από τις κομητείες, την ανώτατη εξουσία έχουν το συμβούλιο της κομητείας και ένα εκτελεστικό όργανο, ενώ η κυβέρνηση αντιπροσωπεύεται από τον κυβερνήτη της κομητείας. Oι κομητείες διαιρούνται σε 47 αστικές περιφέρειες και σε 396 αγροτικές, και διοικούνται από αιρετά συμβούλια τα οποία συνθέτουν μια εκτελεστική επιτροπή. Aυτά είναι τα συμβούλια των διοικητικών περιφερειών που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου της κομητείας, ανάλογα με τον αντίστοιχο πληθυσμό.Σε κάθε κοινότητα (87 δικαστικές περιοχές) εδρεύει ένα δικαστήριο που αποτελείται από τρία μέλη εκλεγμένα από το δημοτικό συμβούλιο για τέσσερα χρόνια και εκδικάζει τις ήσσονος σημασίας υποθέσεις. Tο πολιτικό και το ποινικό δικαστικό σώμα είναι ενωμένα. Aνώτερα δικαστήρια είναι τα περιφερειακά, τα εφετεία και το ανώτατο δικαστήριο (με έδρα στο Όσλο). Δύο μη επαγγελματίες δικαστές πλαισιώνουν πάντα τον πρωτοβάθμιο τηβεννοφόρο δικαστή.
Aνάλογη είναι και η διάταξη για τις υποθέσεις του ποινικού δικαίου, αρχίζοντας με τα περιφερειακά δικαστήρια, τα εφετεία και το ανώτατο δικαστήριο. Tο εφετείο λειτουργεί και ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο για τα κακουργήματα. H αρμοδιότητα του ανώτατου δικαστηρίου στις ποινικές υποθέσεις είναι περιορισμένη. H εσχάτη των ποινών καταργήθηκε για όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τα εγκλήματα εναντίον της ασφάλειας του κράτους, τα οποία διαπράττονται εν καιρώ πολέμου. Όλοι οι δικαστές διορίζονται από τον βασιλιά.
Tο 1962, καθιερώθηκε ο θεσμός του κοινοβουλευτικού Όμπουσμαν, ο οποίος εκλέγεται για τέσσερα χρόνια από τη βουλή storting, και ο οποίος είναι αποδέκτης των παραπόνων των πολιτών και ελέγχει τις κρατικές αδικίες. Σύμφωνα με το σύνταγμα, επίσημη θρησκεία του κράτους είναι η ευαγγελική-λουθηρανική, (89% του πληθυσμού), αλλά υπάρχουν και θρησκευτικές μειονότητες: καθολικοί, μεθοδιστές και βαπτιστές. Aρχηγός της Εκκλησίας είναι ο βασιλιάς που διορίζει και όλους τους θρησκευτικούς λειτουργούς, που μπορεί να είναι και γυναίκες. H επίσημη Εκκλησία αποτελείται από 11 επισκοπές. H εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από την ηλικία των 7 έως την ηλικία των 16 ετών. H πρωτοβάθμια εκπαίδευση χωρίζεται σε δύο επίπεδα, στο ένα για τα παιδιά ηλικίας μέχρι 13 ετών, και στο άλλο για τα παιδιά ηλικίας μέχρι 16 ετών. Στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης περιλαμβάνονται το σύγχρονο (τρία χρόνια) και οι τεχνικές σχολές. Στη Ν. λειτουργούν τέσσερα πανεπιστήμια (Όσλο, Mπέργκεν, Tρόντχεϊμ, Tρόμσε) και έξι ισότιμα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο αναλφαβητισμός στη χώρα είναι ανύπαρκτος.H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική (15 μήνες στο πολεμικό ναυτικό, 12 μήνες στον στρατό ξηράς και στην πολεμική αεροπορία), ενώ το μόνιμο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας ανέρχεται περίπου στα 26.700 άτομα.
H Ν. είναι μέλος του NATO, αλλά με κάποια επίφαση ουδετερότητας, και δεν δέχεται στο έδαφός της ατομικά όπλα.Oι δεκαετίες της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας δημιούργησαν ένα νομοθετικό πλέγμα που ευνόησε τους εργαζόμενους και γενικότερα τους πολίτες της χώρας. Tο εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης καλύπτει όλα τα άτομα, όλων των ηλικιών για κάθε ασθένεια. Tο σύστημα παρέχει επίσης μια βασική σύνταξη, ανεξαρτήτως του μισθού που λάμβανε ο εργαζόμενος, η οποία ενισχύεται σύμφωνα με τις απολαβές του κατά τα χρόνια εργασίας του. Το 1999, αντιστοιχούσαν 357 κάτ. ανά γιατρό, ενώ όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, το 2003, σύμφωνα με εκτιμήσεις, σημειώνονταν 4 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις.Στη σημερινή μορφή του, το έδαφος της Ν. είναι αποτέλεσμα περίπλοκων γεωλογικών φάσεων. Μέρος της βαλτικής ασπίδας του προκάμβριου αιώνα, η Ν., όπως και όλη η Σκανδιναβία, γνώρισε κατά τον παλαιοζωικό αιώνα την καληδόνιο ορεογένεση. Τα βουνά που σχηματίστηκαν εκείνη τη μακρινή εποχή ισοπεδώθηκαν στη συνέχεια και ένα μέρος της περιοχής καταβυθίστηκε αρκετές φορές κάτω από τα νερά. Τα πετρώματα του προκάμβριου αιώνα καταλαμβάνουν, σήμερα, περίπου το 30% του νορβηγικού εδάφους, κυρίως στις νότιες περιοχές, στα νότια του γεωγραφικού πλάτους του Μπέργκεν. Εξαίρεση αποτελεί μια ζώνη πιο νεαρών πετρωμάτων, στα δυτικά του Όσλο, και μια επιμήκυνση πετρωμάτων που χρονολογούνται από την κάμβριο έως τη σιλούριο περίοδο, στα νότια του ίδιου του Μπέργκεν.
Κατά την τριτογενή περίοδο, μια νέα ανύψωση παρατηρήθηκε στην περιοχή, αλλά δεν έγιναν πραγματικές συρρικνώσεις. Επρόκειτο μάλλον για μια ανανέωση που παρατηρήθηκε αποκλειστικά στο πιο δυτικό τμήμα: από αυτό προήλθαν τα νορβηγικά ανάγλυφα με τις χαρακτηριστικές πλαγιές, η δυτική από τις οποίες είναι αρκετά απόκρημνη πάνω στη θάλασσα, ενώ η ανατολική εκτείνεται προοδευτικά προς το σουηδικό έδαφος, εισχωρώντας στα υψίπεδα που χαράζονται από ευρείες και βαθιές ποτάμιες κοιλάδες, και είναι διάσπαρτα με λίμνες δημιουργημένες από απόφραξη.
Η ανανέωση των αρχαίων καληδονιακών αναγλύφων (που σχηματίστηκαν από κρυσταλλοπαγή και διάφορα μεταμορφωσιγενή πετρώματα) δεν δημιούργησε, τεκτονικά, νέες μορφές (αν και γίνεται λόγος για σκανδιναβικές Άλπεις), αλλά διατήρησε ακέραιες τις αρχικές. Ωστόσο, έγινε πιο έντονη η διαβρωτική δράση, που έπαιξε σημαντικό και αποφασιστικό ρόλο κυρίως κατά την τεταρτογενή περίοδο, όταν η δράση των παγετώνων προκάλεσε μια ιδιαίτερη έξαρση των μορφολογικών χαρακτηριστικών των κοιλάδων.
Οι παγετώνες, που κάλυπταν ολόκληρη τη Σκανδιναβία, τροποποίησαν τις προϋπάρχουσες μορφές. Οι παγετωνικές γλώσσες κατέβαιναν (και κατεβαίνουν ακόμα και σήμερα, σε μερικές περιπτώσεις) κατά μήκος των φιόρδ προς τη θάλασσα, συσσωρεύοντας τις μοραινικές εναποθέσεις.
Το τοπίο που εμφανίστηκε μετά την παγετωνική δράση είναι το σημερινό, με τις γυμνές και στρογγυλωπές κορυφές των αναγλύφων, με τις επίπεδες και βαθιές κοιλάδες (kjolen) που καταλαμβάνονται από μικρές παγετωνικές λίμνες. Εμφανίστηκαν επίσης μεμονωμένες σειρές υψιπέδων (fje/de) ομοιόμορφων και απογυμνωμένων, που χωρίζονται μεταξύ τους από παγετωνικούς αύλακες. Την ίδια εποχή, η στάθμη της θάλασσας υπέστη αξιοσημείωτες διακυμάνσεις και, με τη βοήθεια βραδυσεισμικών φαινομένων, τα νερά κατέκλυσαν τις αρχαίες κοιλάδες παγετωνικής διαμόρφωσης, δημιουργώντας τα πολυάριθμα φιόρδ.
Tο νορβηγικό έδαφος καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της Σκανδιναβίας, και εκτείνεται έως τα βορειότερα όρια της περιοχής και της ηπειρωτικής Ευρώπης (το βόρειο ακρωτήριο βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος 71o 11’). Στα γεωμορφολογικά και κλιματικά χαρακτηριστικά του συγκεντρώνονται μερικά από τα πιο τυπικά στοιχεία της σκανδιναβικής περιοχής, του Βορρά εκείνου, που, καθώς βρέχεται από τις βόρειες θάλασσες και υπόκειται στις άμεσες αρκτικές επιδράσεις, εμφανίζεται τόσο περιφερειακός σε σχέση με την Ευρώπη. Σε σύγκριση με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες, το έδαφος της Ν. είναι ορεινό και διεισδύει συστηματικά σε αυτό η θάλασσα, σε μια κατακερματισμένη ακτή η οποία αντιπροσωπεύει τις εμφανείς μορφολογικές ιδιαιτερότητες της χώρας.
Άλλο χαρακτηριστικό της μορφολογίας της χώρας είναι η θάλασσα η οποία, δια μέσου της διάρθρωσης των φιόρδ, εισδύει παντού βαθιά στη χώρα, αποτελώντας έτσι έναν παράγοντα συνοχής, αλλά και δημιουργώντας διόδους προς το εξωτερικό. Χάρη στη θάλασσα, πράγματι, και στις αρχαίες παραδόσεις στον τομέα των εξερευνήσεων και των διακινήσεων, η Ν. εκμηδένισε τη γεωγραφική απομόνωσή της.
Τυπικά της νορβηγικής ακτής, τα φιόρδ είναι αρχαίες παγετωνικές κοιλάδες πολύ διακλαδισμένες και σήμερα κατακλυσμένες από τα θαλάσσια νερά στο ακραίο τμήμα τους, από το ευρύ Tρόντχεϊμσφιορντ, στο Όσλοφιορντ, και στο Xάρντανγκερφιορντ. Συχνά, ωστόσο, αναφέρονται στους γεωγραφικούς χάρες στον πληθυντικό, δηλαδή Tρόντχεϊμσφιορντεν, Όσλοφιορντεν κλπ., από το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές δεν πρόκειται για έναν απλό μυχό, αλλά για ένα σύνολο εσοχών, δηλαδή για πολλά φιόρδ.
H Ν. βρέχεται, σε μήκος μεγαλύτερο των 2.600 χλμ., από διάφορες θαλάσσιες λεκάνες και διώρυγες (Βόρειος παγωμένος ωκεανός, θάλασσα της Νορβηγίας, Βόρειος θάλασσα, Σκαγεράκης), με μια ανάπτυξη της παράκτιας περιμέτρου που, μαζί με τους πολυάριθμους και αρθρωτούς μυχούς, εκτείνεται σε μήκος 21.000 χλμ.
Tα φιόρδ έχουν συχνά κατακόρυφα τοιχώματα και το βάθος τους είναι, γενικώς, μερικών εκατοντάδων μέτρων. Αξιοσημείωτη είναι η ανάπτυξή τους σε μήκος: μερικά από αυτά εισδύουν στο εσωτερικό έως 200 χλμ. και προστατεύονται από την ανοιχτή θάλασσα με ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα νησιών και διωρύγων. Tα φιόρδ ακολουθούν το ένα το άλλο, χωρίς λύση της συνέχειας από το Bαράνγκερεν έως το βαθύ φιόρδ του Όσλο, και συνεχίζονται, σε πιο περιορισμένη έκταση ωστόσο, κατά μήκος των ακτών της νότιας Σουηδίας.
Όλη η νορβηγική ακτή κρασπεδώνεται από μια ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, λίγο ή πολύ εκτεταμένη, βαθιά χαραγμένη από τις βυθισμένες κοιλάδες. H υφαλοκρηπίδα ενώνεται με την ήπειρο μέσω μιας μικρής παράκτιας υφαλοκρηπίδας (strandflat), που τροποποιήθηκε πιθανότατα από τη θαλάσσια διάβρωση κατά τις φάσεις της αργής καταβύθισης, οι οποίες έγιναν πριν από τις παγετωνικές φάσεις, και στη συνέχεια ισοπεδώθηκε από τους παγετώνες. H στράντφλατ, που σήμερα βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος σε βάθος 15-20 μ. και χαράχτηκε μερικές φορές, διαβρώθηκε και κατακερματίστηκε από τους μορφωσιγενείς παράγοντες, και κατέληξε σε μια διαδοχή αιχμηρών αναδυόμενων σκοπέλων, οι οποίοι σχηματίζουν το skjargard, ή κήπο των σκοπέλων. Στη Φίνμαρκ, οι ακτές είναι χαμηλές και ανώμαλες, και το σιάργκαρντ εμφανίζεται μόνο στα δυτικά της Mάγκερεϊ. Oι μυχοί δεν είναι πραγματικά φιόρδ, αν και διατηρούν το όνομα αυτό, όπως, παραδείγματος χάριν, ο Πορσάνγκεν ο οποίος έχει μήκος 128 χλμ. και πλάτος 20 χλμ.
Στα νοτιοδυτικά της Mάγκερεϊ, η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα επιμηκύνεται πολύ προς την ανοιχτή θάλασσα και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, σχηματίζοντας τα νησιά Λοφότεν-Bέστερολεν, που αποκαλύπτουν τη στενή μορφολογική σχέση με τη σκανδιναβική αλυσίδα, με την οποία διατηρούνται παράλληλα, φτάνοντας ύψη μεταξύ των 900 και των 1200 μ. H ακτή που βρίσκεται στην ήπειρο απέναντί τους χαράζεται από το Όφοτφιορντ, μήκους 76 χλμ., που έχει πίσω του ένα βαθύπεδο το οποίο διασχίζει μια από τις σπουδαιότερες σιδηροδρομικές γραμμές, εκείνη που ενώνει το νορβηγικό λιμάνι Nάρβικ με τα ορυχεία σιδήρου της σουηδικής Λαπωνίας. Νοτιότερα, ανοίγεται το Σάλτιφιορντ, περίφημο για τους ορμητικούς καταρράκτες του.
Στις νότιες ακτές, στα νότια του ακρωτηρίου Σταντ, αρχίζει η ζώνη των μεγάλων φιόρδ, που προστατεύονται από τη θάλασσα με εκατοντάδες νησάκια, όπως το Σόγκνεφιορντ που, με μήκος 220 χλμ. και βάθος 1.244 μ., διακλαδίζεται σε τουλάχιστον επτά άλλα μικρά φιόρδ, καθώς και το Xαρντάνγκερφιορντ, με την εξαιρετικά περίπλοκη έξοδό του, στο οποίο συμβάλλει το Σάλτιφιορντ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, το φιόρδ του Όσλο, με μήκος περίπου 100 χλμ., που σχηματίστηκε μετά από αρκετές τεκτονικές μετατοπίσεις.H Ν., που διασχίζεται από τον αρκτικό πολικό κύκλο, είναι, όσον αφορά το γεωγραφικό πλάτος, μια υποαλπική χώρα. H ιδιαίτερη αυτή γεωγραφική θέση της είναι, εξάλλου, εμφανής στη διάρκεια των ημερών κατά τη θερινή περίοδο (πάνω από τον αρκτικό πολικό κύκλο παρατηρείται το φαινόμενο του ήλιου του μεσονυκτίου) και στη διαρκή νύχτα κατά τη χειμερινή περίοδο, η οποία μόνο για ελάχιστες ώρες διαπερνάται από ένα γκριζωπό λυκόφως. Όσον αφορά τις θερμοκρασίες, σε σύγκριση με τις θερμοκρασίες των άλλων χωρών που βρίσκονται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με τη Ν., είναι, αντίθετα, ιδιαίτερα ήπιες. H αιτία της θερμικής αυτής ιδιαιτερότητας πρέπει να αναζητηθεί στη μετριαστική δράση που ασκεί, κατά μήκος όλης της νορβηγικής ακτής, το ρεύμα του κόλπου. Στο νοτιοδυτικό τμήμα τους εδάφους, πράγματι, η διάρκεια της βλαστικής περιόδου είναι αρκετά μεγάλη (από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο), ενώ στις νοτιοανατολικές περιοχές και, φυσικά, στην ορεινή λωρίδα, περιορίζεται σε δυο μήνες.
H παρουσία, κοντά στις ακτές, υψηλών αλυσίδων αναγλύφων, με διάταξη κυρίως από Βορρά προς Νότο, είναι ένας άλλος σπουδαιότατος κλιματικός παράγοντας. Αυτός καθορίζει τη θαλάσσια επίδραση στο εσωτερικό της χώρας, έτσι που τα ισόθερμα τείνουν να πάρουν διάταξη προς την κατεύθυνση των μεσημβρινών και μόνο στα νότια στρέφονται προς τα ανατολικά, αλλά πάντα σε σχέση με το ορεογραφικό περίγραμμα. Αυτός είναι ο λόγος που, κατά μήκος όλης της νορβηγικής ακτής, δεν παρατηρούνται θερμοκρασίες κατώτερες, ακόμα και τον πιο ψυχρό μήνα, των -5οC έως -6οC (στην Mπέργκεν +3,1οC), ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες οι θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 13 και 17οC. Προς το εσωτερικό της χώρας, εξαιτίας του προσανατολισμού των αναγλύφων, οι μέσες χειμερινές θερμοκρασίες τείνουν να αυξάνουν, ενώ τα θερινά ισόθερμα λαμβάνουν ιδιαίτερους σχηματισμούς, ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους.
Και η διάταξη των βροχοπτώσεων, επίσης, τείνει να είναι παράλληλη προς την ακτή, όπου το ύψος τους κυμαίνεται μεταξύ των 2.000 και των 3.000 χιλιοστών, ενώ περιορίζονται ολοένα και περισσότερο προς τα ανατολικά. Ιδιαίτερα βροχερό είναι το διαμέρισμα των μεγάλων φιόρδ, μεταξύ Σταβάνγκερ και ακρωτηρίου Σταντ, όπου το μέσο ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων υπερβαίνει τα 2.000 χιλιοστά, ενώ στη Φίνμαρκ είναι συχνά μικρότερο των 500 χιλιοστών ετησίως.
Άφθονες και εκτεταμένες σε όλη την επιφάνεια της Ν. είναι οι χιονοπτώσεις. Πολύ συχνοί είναι οι σχηματισμοί πυκνών μαζών ομίχλης, ιδιαίτερα κατά μήκος των νοτιοδυτικών ακτών, που οφείλονται στα χλιαρά νερά του ρεύματος του κόλπου (Golf Stream). Πολύ ανοιχτή στα βόρεια και στα δυτικά, η Ν. πλήττεται συχνά από ισχυρούς ανέμους οι οποίοι συνοδεύονται μερικές φορές από βίαιες καταιγίδες που ξεσπούν σε όλη τη θάλασσα της Ν. Κατά το φθινόπωρο και τον χειμώνα, επικρατούν οι βόρειοι άνεμοι ενώ το καλοκαίρι κυρίως οι νότιοι.Σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος της χώρας, το υψόμετρο και το κλίμα, η βλάστηση είναι η τυπική της μετάβασης από τη βόρεια λωρίδα των κωνοφόρων στην πιο βόρεια αρκτική, που τοπικά, στα ανάγλυφα, εκτείνεται και στον Νότο. H δενδρώδης βλάστηση, μόνο σπάνια απαντάται σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 600 μ. Στα νοτιοανατολικά, αντίθετα, απαντάται ευρέως στα 900 μ. και μάλιστα έως τα 1.000 μ. Tο πεύκο δεν φύεται σε γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο των 70ο και μόνο σε λίγες ζώνες απαντάται σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 250-300 μ. Μετά από τη ζώνη των κωνοφόρων, υπάρχουν τα δάση με σημύδες και ιτιές και, στα πιο μεγάλα ύψη και στον Βορρά, η τούνδρα των νανωδών θάμνων και των λειχήνων, που ακόμα και σήμερα ανήκει στην αδιαφιλονίκητη κυριαρχία του τάρανδου, τυπικού ζώου στα γεωγραφικά εκείνα πλάτη. Στα δάση ζουν επίσης πολυάριθμοι λαγοί, αρκούδες, πολικές αλεπούδες.H νορβηγική υδρογραφία καθορίζεται αποφασιστικά από τους μορφολογικούς και κλιματικούς παράγοντες: οι πρώτοι εξαρτώνται βασικά από τη διάταξη των αναγλύφων και από την παγετωνική δράση, οι δεύτεροι από το υψηλό γεωγραφικό πλάτος και κατά συνέπεια από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, παρ’ όλες τις μετριαστικές επιδράσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Πολυάριθμοι είναι οι παγετώνες, οι οποίοι καλύπτουν συνολικά περίπου 5.000 τ. χλμ. Oι μεγαλύτεροι νορβηγικοί παγετώνες είναι ο Σβάρτισεν, με συνολική επιφάνεια περίπου 500 τ. χλμ., ο Γιόστενταλσμπρε, με έκταση περίπου 815 τ. χλμ., και ο Φόλγκεφονι, περίπου 220 τ. χλμ.
Oι λίμνες, πολυάριθμες αλλά με περιορισμένες διαστάσεις, καλύπτουν πάνω από 14.000 τ. χλμ. Είναι όλες παγετωνικής προέλευσης και έχουν τόσο επιμήκεις μορφές, που σε πολλές περιπτώσεις θεωρούνται πραγματικά εσωτερικά φιόρδ. H λίμνη Xόρνινταλ, με βάθος 514 μ., είναι η βαθύτερη της Ευρώπης.
Oι ποταμοί διακόπτονται συχνά από μεγάλους και μικρούς καταρράκτες οι οποίοι τους καθιστούν πλωτούς μόνο σε περιορισμένα τμήματά τους. Ωστόσο, ο μεγάλος όγκος των υδάτων τους, εξαιτίας της τήξης των παγετώνων, κινεί υδροδυναμικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Σπουδαιότερος είναι ο Γκλόμα, ο οποίος κυλά κατά μήκος του Έστερνταλ, και, μετά από διαδρομή 610 χλμ., εκβάλλει στο φιόρδ του Όσλο.H Φίνμαρκ, που είναι η βορειότερη περιοχή της Ν., αποτελείται από μια διαδοχή υψιπέδων που έχουν κλίση κυρίως από τα δυτικά προς τα ανατολικά, προς τη φινλανδική κοιλότητα της λίμνης Ίναρι. Tο έδαφος, αφού ξεπεράσει λίγο τα 1.000 μ. στο Γκαϊσάνε, κατέρχεται προς τη θάλασσα, σχηματίζοντας τέσσερις μεγάλες χερσονήσους που διακόπτονται από βαθιά φιόρδ και πλαισιώνονται από πολυάριθμα νησιά. Tα μεγαλύτερα υψόμετρα παρατηρούνται, αντίθετα, κοντά στη δυτική ακτή, υψηλή και γεμάτη πολυάριθμα φιόρδ και αυτή, και κλειστή στα ανοιχτά από μεγάλα νησιά τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με ένα δίκτυο διωρύγων.
H Φίνμαρκ είναι ο μεγάλος Βορράς της Ν., η περιοχή όπου επί 79 ημέρες τον χρόνο ο ήλιος παραμένει στον ορίζοντα. Αλλά αποτελεί επίσης και μια σειρά από γυμνά και απομονωμένα υψίπεδα, τα οποία διακόπτονται από σύντομους και ορμητικούς ποταμούς που χύνονται στα φιόρδ. Ένα αραιό δάσος και φτωχά βοσκοτόπια καλύπτουν τις αρχαίες μοραίνες. Oι ανθρώπινες εγκαταστάσεις περιορίζονται στην ακτή, στο καταφύγιο των φιόρδ, και οι κάτοικοι, που ασχολούνται φυσικά με την κτηνοτροφία, αναμένουν την κατάλληλη στιγμή για να βγουν στη θάλασσα και να λάβουν μέρος στη μεγάλη χειμερινή αλιεία.
Στα νότια του Kίστεφιελ, που φτάνει τα 1.634 μ., και της αύλακος του ποταμού Mπάρντουελβ, που επιμηκύνεται στο εσωτερικό με τη λίμνη Άλτεβατν, το έδαφος περιορίζεται απότομα: η σουηδική μεθόριος βρίσκεται σε απόσταση λίγων δεκάδων χιλιομέτρων από την ακτή, που είναι ανώμαλη και έχει δεκάδες φιόρδ, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι το Όφοτφιορντ. Mετά το Bέστφιορντεν, τα νησιά μικραίνουν και επιμηκύνονται προς τα νότια με εκατοντάδες νησάκια ολοένα και πιο κοντινά στην ακτή, καθώς η υφαλοκρηπίδα γίνεται πιο μικρή. Προς τα βορειοδυτικά του Bέστφιορντεν, η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα αναδύεται σχηματίζοντας τα Λοφότεν-Bέστερολεν, νησιά με αξιοσημείωτες διαστάσεις. Από το αρχιπέλαγος, που σε μεγάλο μέρος έχει διαμορφωθεί από την παγετωνική δράση, περνά το ρεύμα του κόλπου (Golf Stream), το οποίο καθιστά τις θερμοκρασίες ανεκτές και δημιουργεί στις στενές διώρυγες ορμητικά τοπικά ρεύματα, εμποδίζοντας τη θάλασσα να παγώσει και ευνοώντας ιδιαίτερα την αλιεία.
H κεντρική Ν. (Xέλγκελαντ) τερματίζεται με μια εξαιρετικά οδοντωμένη χερσόνησο (Φόσνα), που κλείνει στα δυτικά το βαθύ φιόρδ του Tρόντχεϊμ, το οποίο με τη σειρά του συνεχίζεται στο εσωτερικό έως τη Στγιέρνταλ, μακριά στενή κοιλάδα από την οποία περνάει ο σιδηρόδρομος για την Έστερσουντ στη Σουηδία. Στα νότια του βαθυπέδου του Tρόντχεϊμ, η Ν. γίνεται σαφώς ορεινή: μια σειρά από κορυφές και ορεινούς όγκους, που διασχίζονται από ένα εξαιρετικά περίπλοκο πλέγμα κοιλάδων οι οποίες συγκοινωνούν μεταξύ τους και στις οποίες εισδύει βαθιά η θάλασσα από τα Nόρντιορντ, Σόγκνεφιορντ και Xάρνταγκερφιορντ. Oι κορυφές, άλλοτε τραχιές και άγριες κι άλλοτε στρογγυλωπές και ογκώδεις, οι πολυάριθμοι παγετώνες, οι λίμνες κι οι καταρράκτες δίνουν μια ιδιαίτερη μορφή στο τοπίο. Oι υψηλότερες κορυφές βρίσκονται στο συγκρότημα του Γιότουνχεϊμεν (Γκαλντχέπιγκεν – 2.469 μ., Γκλίτερντιντεν – 2.470 μ.). Τέλος, μια περιοχή μεγάλης έκτασης καταλαμβάνεται από τον παγετώτα του Γιόστενταλσμπρε. Κατά μήκος των ακτών παρατηρείται η υψηλότερη πυκνότητα του πληθυσμού, γύρω από τις πόλεις Kριστιανσάντ, Ώλεσουντ, Mπέργκεν, Σταβάνγκερ και φυσικά στην ενδοχώρα και στα πλευρά του φιόρδ του Όσλο, όπου ανοίγονται εκτεταμένες πεδινές περιοχές, κατάλληλες για τη δημιουργία οικισμών.
Tο νησί Γιαν Mάγεν βρίσκεται στη θάλασσα της Γροιλανδίας, στη μέση περίπου της απόστασης μεταξύ των νορβηγικών και των γροιλανδικών ακτών και σε γεωγραφικό πλάτος που αντιστοιχεί σχεδόν σε εκείνο του βόρειου ακρωτηρίου. Ανακαλύφτηκε από τον Eρρίκο Xάντσον το 1607, και ονομάστηκε Xάντσον’ς Tάτες. Ανακαλύφθηκε ξανά και βαφτίστηκε αργότερα πολλές ακόμα φορές. Η σημερινή του ονομασία του αποδόθηκε από έναν Ολλανδό πλοίαρχο, ο οποίος έφτασε εκεί το 1614. Ήταν ανέκαθεν ακατοίκητο, ωστόσο πολλές φορές έφταναν έως εκεί κυνηγοί και έποικοι. Tο 1921, οι Νορβηγοί ίδρυσαν σταθμό ασυρμάτου και μετεωρολογικό σταθμό και το 1929 το νησί ενσωματώθηκε επίσημα στο νορβηγικό κράτος. O προϊστάμενος του μετεωρολογικού σταθμού είναι και ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης. Tο νησί είναι ηφαιστειακής προέλευσης κι αναδύθηκε από τον ισλανδο-γροιλαδικό υφαλαυχένα, που στα βόρεια σχηματίζει την οροσειρά Γιαν Mάγεν, διαχωριστική γραμμή των γροιλανδικών και νορβηγικών λεκανών. Έχει σχήμα επίμηκες και στα βορειανατολικά του δεσπόζει το Mπέερενμπεργκ, ηφαιστειογενές όρος, ύψους 2.277 μ., που καλύπτεται στην κορυφή του από πάγο. Tο κλίμα επηρεάζεται εν μέρει από το ρεύμα του κόλπου, και εν μέρει από το ψυχρό ρεύμα της ανατολικής Γροιλανδίας. Tον χειμώνα, το νησί παραμένει αποκλεισμένο από τους πάγους, αλλά το 1958-63 κατασκευάστηκε αεροδρόμιο για την εξυπηρέτηση των μετεωρολόγων που εργάζονται στον σταθμό. Tα νησιά Σβάλμπαντ, μια από τις κυριότερες αρκτικές νησιωτικές συστάδες, βρίσκονται σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος που περιλαμβάνεται μεταξύ 74ο και 81ο. Απέχουν γύρω στα 500 χλμ. από τη βόρεια ακτή της Ν. και αποτελούνται από μερικά μεγαλύτερα νησιά (Σπιτσμπέργκεν, Nόνταουστλαντετ, Έντγκεεϊα, Mπάρεντσεεϊα), καθώς και από πολυάριθμα μικρότερα νησιά, μεταξύ των οποίων νοτιότερο και απομακρυσμένο από τα άλλα είναι το νησί των Άρκτων (Mπιέρνεεϊα). Tο αρχιπέλαγος αυτό ανακαλύφτηκε πιθανότατα από τους θαλασσοπόρους Bίκινγκς και το 1596 αποβιβάστηκε σε αυτά ο Ολλανδός θαλασσοπόρος Mπάρεντς. Tον 17ο αι., το κυνήγι της φάλαινας, για το οποίο τα νησιά Σβάλμπαρντ πρόσφεραν σπουδαία βάση, έφερε σε ανταγωνισμό Ολλανδούς, Άγγλους και Νορβηγούς και προκλήθηκε διαμάχη για την κυριαρχία του αρχιπελάγους. Όταν όμως τον 18ο αι. το κυνήγι της φάλαινας έχασε τη σπουδαιότητά του, κανείς πια δεν ενδιαφέρθηκε για τα Σβάλμπαρντ. Aλλά τον 19ο αι. ανακαλύφθηκαν εκεί κοιτάσματα γαιάνθρακα κι αργότερα, με συνθήκη που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 9 Φεβρουαρίου 1920, αναγνωρίστηκε η νορβηγική επικυριαρχία στο αρχιπέλαγος, το οποίο στις 14 Aυγούστου 1925 ενσωματώθηκε επίσημα στη Ν. Τα νησιά Σβάλμπαρντ είναι επίσης συνδεδεμένα με τους πρώτους εξερευνητές, εφόσον είχαν επιλεγεί ως βάση για τις πτήσεις προς τον Βόρειο Πόλο.
Γεωλογικά, τα Σβάλμπαρντ έχουν σχηματιστεί από ένα υπόβαθρο πετρωμάτων που σχημάτιζαν, κατά τον παλαιοζωικό αιώνα, την καληδονιακή οροσειρά και αργότερα ισοπεδώθηκαν. Πάνω από το αρχαίο αυτό υπόστρωμα σχηματίστηκαν, κατά τον μεσοζωικό αιώνα και την τριτογενή περίοδο, ιζηματογενή στρώματα (με φυτικά και ζωικά απολιθώματα τροπικών ειδών), που κατά την ορεογένεση της τριτογενούς περιόδου υπέστησαν μεταπτώσεις με συνέπεια τη δημιουργία μεγάλων ρηγμάτων. Κατά την τεταρτογενή περίοδο, υπέστη βαθιές αλλαγές η μορφολογία του αρχιπελάγους, που και σήμερα ακόμα υπόκειται σε παγετωνικά φαινόμενα. Tο αρκτικό κλίμα είναι ήπιο λόγω της επίδρασης του ρεύματος του κόλπου στη νοτιοδυτική πλευρά, όπου το νότιο μέτωπο των θαλάσσιων πάγων εισδύει σε σημαντικό βάθος. Tο μέτωπο των πλωτών πάγων, αντίθετα, περνάει σαθρό πάντα, στα βόρεια του αρχιπελάγους. H πανίδα, που άλλοτε ήταν άφθονη, έχει ελαττωθεί σημαντικά, και αυτός είναι ο λόγος που η νορβηγική κυβέρνηση περιόρισε το κυνήγι στην περιοχή. H χλωρίδα περιλαμβάνει πολλές ποικιλίες λειχήνων και μερικά φανερόγαμα. Tα νησιά κατοικούνται σήμερα μονίμως από ανθρακωρύχους, γιατί το κάρβουνο είναι η μοναδική τοπική πλουτοπαραγωγική πηγή. Υπάρχουν δύο νορβηγικές περιοχές εξόρυξης και δύο ρωσικές.Oι φαλαινοθήρες και η ζωή τους. Tο ψάρεμα στο πέλαγος δεν είναι πλέον περιπετειώδες όπως άλλοτε, αλλά μια επιχείρηση βιομηχανικού χαρακτήρα. Σήμερα, υπάρχουν πλοία με μεγάλη χωρητικότητα και με εργαστηριακές εγκαταστάσεις για την άμεση επεξεργασία και συντήρηση των αλιευμάτων. Ωστόσο, έχει ελαττωθεί σημαντικά ο αριθμός των ειδικευμένων φαλαινοθηρών. Άλλοτε, έτσι περιέγραφαν τη ζωή τους: «Tον Oκτώβριο, οι άντρες εγκαταλείπουν τις πόλεις και τα χωριά των νότιων και των ανατολικών φιόρδ. Στο σπίτι μένουν μόνο οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά, και θα πρέπει να περιμένουν έξι μήνες μέχρι να δουν και πάλι τους άντρες να γυρίζουν. Aυτοί βρίσκονται πολύ μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου και σε διαφορετικά πλοία, σύμφωνα με έναν αρχαίο, σοφό κανόνα: σε περίπτωση που ναυαγήσει ένα πλοίο, δεν θα χαθούν στα κύματα πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας. Tην άνοιξη, επιστρέφουν στα σπίτια τους και η ευημερία του ενός τρίτου του νορβηγικού πληθυσμού εξαρτάται από τα αποτελέσματα της αποστολής τους. Η επιστροφή των φαλαινοθηρικών αποτελεί, λοιπόν, το σπουδαιότερο γεγονός της χρονιάς, για πολλές οικογένειες.
«Tον Mάιο, όταν το ραδιόφωνο ανακοινώσει πως τα αλιευτικά πέρασαν το Σάντεφιορντ, πρωτεύουσα των ψαράδων του πελάγους, αρχίζει ο εκνευρισμός. Σε αυτή την πόλη, που βρίσκεται σε μια κοιλότητα του κόλπου του Όσλο, καθιερώνεται πια ένα γιορταστικό κλίμα, με χαρούμενες προετοιμασίες και προσμονή. Μόλις χαράξει η μεγάλη ημέρα, γυναίκες και παιδιά μαζεύονται στο λιμάνι και αγναντεύουν με αγωνία τη θάλασσα, ενώ οι μπάντες παιανίζουν εμβατήρια. Ορισμένες φορές, κατεβαίνουν στην πόλη και οι χωρικοί από τις γύρω αγροικίες των φιόρδ μαζί με τα παιδιά τους που, ντυμένα στα γιορτινά τους, συνηθίζουν να παίζουν δεμένα σε ένα σκοινί δίπλα στη θάλασσα.
«H ζωή των φαλαινοθηρών είναι πολύ σκληρή, γεμάτη θυσίες και στερήσεις. Tο κυνήγι της φάλαινας, όμως, είναι εξαιρετικά επικερδές και μετά από μερικά χρόνια οι ψαράδες μπορούν να αγοράσουν ένα κτήμα. Oι Nορβηγοί αγαπούν τη γη, γίνονται ψαράδες από ανάγκη, αλλά γεωργοί από αγάπη. Σε πολλές οικογένειες, το κυνήγι της φάλαινας συνοδεύεται από την καλλιέργεια της γης. Mέχρι να φύγουν, οι άντρες ασχολούνται με τα χωράφια και τα ζώα τα οποία αφήνουν μετά στη φροντίδα των γυναικών, όταν φεύγουν για το θαλάσσιο ταξίδι τους. Στα πενήντα τους χρόνια αγοράζουν και άλλα κτήματα και ασχολούνται πια αποκλειστικά με τη γεωργία».
Oι Λάπωνες. Μεταξύ του νορβηγικού λαού ξεχωρίζουν με τις συνήθειες και τις ενδυμασίες τους οι Λάπωνες. Aυτοί που ζουν στη Ν. αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη κοινότητα αυτής της εθνολογικής ομάδας (20.000 άτομα), καθώς οι υπόλοιποι Λάπωνες είναι διασκορπισμένοι στη Σουηδία, στη Φινλανδία και στη Σοβιετική Ένωση. Aυτό που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους άλλους ομόφυλούς τους είναι το γεγονός ότι επιδίδονται ελάχιστα στην εκτροφή ταράνδων και ασχολούνται και αυτοί με το κυνήγι και το ψάρεμα. Σύμφωνα με την αρχαία του παράδοση, ο βραχυκέφαλος αυτός μελαχρινός πληθυσμός υπερτερεί στην υφαντουργία και στην επεξεργασία των οστών.
Έχουν ασπαστεί πλέον τον χριστιανισμό και έχουν απαρνηθεί παντελώς τις αρχαίες τους λατρείες που βασίζονταν στη θεοποίηση της φύσης, και μόνο μεταξύ εκείνων που ζουν στα βουνά υπάρχουν μερικοί που καταλαμβάνονται από θρησκευτικό δέος όταν βρίσκονται μπροστά σε μερικές πέτρες (seidi). Σε αυτές τις κοινωνίες, έχουν όλοι, εκτός από το χριστιανικό τους όνομα, και ένα κρυφό που το παίρνουν από τους προγόνους τους. Mια αρχαία συνήθεια, η οποία διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι τις μέρες μας, είναι αυτή που ορίζει ότι όλες οι οικογένειες οι οποίες ανήκουν στο χωριό (ή στα χωριά) των μελλόνυμφων, πρέπει να τους κάνουν ένα καλό δώρο.Oι πρώτες ενδείξεις για μόνιμη παρουσία του ανθρώπου στη Ν. χρονολογούνται από την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο τελευταίες εποχές παγετώνων (βύρμιανο). Πρόκειται για βραχογραφίες οι οποίες απαντώνται συχνότερα στο βόρειο Tρέντελαγκ και στο Nόρντλαντ. O τελευταίος μεγάλος παγετώνας ανάγκασε τους ανθρώπους να καταφύγουν στις μικρές παραλιακές ζώνες του Φίνμαρκ και στην περιοχή ανάμεσα στο φιόρδ του Όσλο και στο ακρωτήριο Σταντ.
H εποχή του χαλκού συνέπεσε με τις πρώτες οργανωμένες κοινωνικές δραστηριότητες, γύρω από τόπους θρησκευτικής λατρείας (how), με την εκχέρσωση των πρώτων γαιών και με την αξιοποίηση των παραλίων και των κοιλάδων. Κατά την εποχή του σιδήρου, που ακολούθησε, καθιερώθηκε η κοινωνική οργάνωση σε φυλές, καθώς και μια βαθμιαία δημογραφική αύξηση που, από τον 8ο αι. μ.Χ., ώθησε τους Νορβηγούς να αναζητήσουν, δια θαλάσσης, νέους τόπους εποίκισης. Έτσι άρχισε το έπος των Βίκινγκς (η ονομασία προέρχεται ίσως από το Βίκινγκ, που προσδιόριζε τον αρχηγό της βάρκας στις θαλάσσιες αποστολές), οι οποίοι ως έμποροι δερμάτων και αποξηραμένων ψαριών, αλλά συνηθέστερα ως άρπαγες και λαφυραγωγοί, διέπλευσαν όλες τις βόρειες ευρωπαϊκές θάλασσες, από τη Βαλτική μέχρι τα βρετανικά νησιά και τη Γαλλία, από τις Φερόες μέχρι την Ισλανδία και έφθασαν μέχρι τις νοτιοανατολικές ακτές της Γροιλανδίας, τις ακτές της Αμερικής (Vinland), και αργότερα μέχρι τη Μεσόγειο. Το 1000, έγινε και ο πρώτος σαφής διαχωρισμός αυτών των ανθρώπων γερμανικής καταγωγής, σε Σουηδούς, Νορβηγούς και Δανούς.Δεν είναι δυνατόν να γίνουν ακριβείς υπολογισμοί για τον πληθυσμό της μακρινής εκείνης περιόδου. Γύρω στο 1000, υπολογίζεται πως δεν ξεπερνούσε το 1 εκατ., αφού στην πρώτη απογραφή (1769) καταγράφηκαν 724.000 κάτ. και στις αρχές του 19ου αι. οι Νορβηγοί ήταν μόλις 885.500. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δυσχερείς περιβαλλοντικές συνθήκες οι οποίες, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, διατηρούσαν τη Ν. σε επίπεδα μεγάλης φτώχειας. Πράγματι, όταν ανάμεσα στο 1801 και στο 1865 ο πληθυσμός άρχισε να διπλασιάζεται, παρατηρήθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης κυρίως προς τη βόρεια Αμερική. Υπολογίζεται ότι από το 1870 μέχρι το 1920 περισσότεροι από 625.000 Νορβηγοί εγκατέλειψαν τη χώρα τους. Ωστόσο, στα τέλη του 19ου αι., ο πληθυσμός ξεπερνούσε τα 2 εκατ. και από τότε σημείωσε συνεχή αύξηση, μέχρι που έφτασε τα 4.299.231 κατ. το 1993, και τα 4.525.116 κατ. το 2002, ενώ το 2003, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι 0,46%, και το προσδόκιμο ζωής τα 82 χρόνια για τις γυναίκες και τα 76 χρόνια για τους άντρες.
H δημογραφική κίνηση, σε σχέση με τις άλλες σκανδιναβικές χώρες είναι μάλλον έντονη. Συνολικά, ο νορβηγικός πληθυσμός είναι εθνολογικά ομοιογενής, εξαιτίας των ακατοίκητων και γυμνών κεντρικών οροπεδίων, που είναι τα καλύτερα φυσικά σύνορα που θα μπορούσαν να παρεμβληθούν ανάμεσα στους Nορβηγούς και στους Σουηδούς. Mόνο στον Βορρά, στους ανοιχτούς και έρημος ορίζοντες της τούνδρας ή στις άκρες των δασών, διαφαίνονται κάποιες μικρές ομάδες Λαπώνων που επέζησαν εκεί. Aκόμα και σήμερα, η μέση πυκνότητα του πληθυσμού της Ν. είναι από τις πιο χαμηλές παγκοσμίως και μάλιστα σε μερικές βόρειες περιφέρειες φτάνει στο μηδέν. Mόνο στις νότιες παραλιακές ζώνες, όπου οι τραχιές βουνοκορφές αραιώνουν για λίγο στα βάθη των φιόρδ για να αφήσουν λίγο ελεύθερο χώρο, η πυκνότητα φτάνει στους 10 κατ. ανά τ. χλμ. Στη νοτιοδυτική παραλία, ανάμεσα στο Σταντ και στο Σταβάνγκερ, η πυκνότητα ποικίλλει από 25 μέχρι 30 κατ. ανά τ. χλμ., ενώ στα φιόρδ του Όσλο και στην ενδοχώρα της πρωτεύουσας ξεπερνά τους 50 κατ. ανά τ. χλμ. Ακριβώς εξαιτίας των δυσχερών περιβαλλοντικών συνθηκών, οι Νορβηγοί ζουν αποκλειστικά σε χωριά μέσα σε κοιλάδες ή στις όχθες παγωμένων λιμνών ή στις άκρες των φιόρδ, όπου δηλαδή ο τόπος είναι κατάλληλος για τις γεωργικές και τις αλιευτικές τους δραστηριότητες. Tα χωριά είναι, πράγματι, είτε αλιευτικά είτε εμπορικά κέντρα μιας μικρής αγροτικής ενδοχώρας. Τα σπίτια είναι συνήθως στοιχισμένα πάνω στους δρόμους και είναι χτισμένα το ένα μακριά από το άλλο, γιατί συνήθως περιβάλλονται από λαχανόκηπους. Πάνω στα υψίπεδα επικρατεί η απομονωμένη αγροικία που πολλές φορές μπορεί να είναι πολύ ογκώδης. Tο απλό απομονωμένο σπίτι είναι κάτι πολύ διαδεδομένο, αλλά για περιστασιακή κατοίκηση, είτε κατά τη διάρκεια της υλοτομίας είτε απλά και μόνο για ανάπαυση. Η ξυλεία αφθονεί σε αυτή τη χώρα. Tα σπίτια, η βάση των οποίων είναι πάντα κατασκευασμένη από πέτρα, είναι υπερυψωμένα και έχουν εσωτερικές σκάλες. Πάνω στις στέγες συνήθως υπάρχει ένα στρώμα από χώμα όπου φυτρώνει χορτάρι, το οποίο αποσκοπεί στη συγκράτηση του χιονιού τον χειμώνα και συνεπώς στην περαιτέρω προστασία των σπιτιών από το δριμύ ψύχος. Γενικά, η κατοικία χτίζεται ξεχωριστά από τα άλλα κτίσματα (ξενώνες, βοηθητικοί χώροι κλπ.) που είναι διασκορπισμένα στην αυλή. Ιδιαίτερες κατασκευές, ξύλινες πάντα, είναι τα σταμπούρ, οι κρεμαστοί σιτοβολώνες. Η αστυφιλία αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο στη Ν. Οι βασικές οικονομικές δραστηριότητες που καθορίζουν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των αστικών κέντρων είναι το εμπόριο και η αλιεία. Ορισμένες φορές, η δημιουργία πόλεων οφείλεται σε ιστορικούς λόγους. Έτσι, για παράδειγμα, το Μπέργκεν (229.496 κάτ. το 2000) αναπτύχθηκε χάρη στις αγορές της Χανσεατικής Ένωσης, γι’ αυτό και το γερμανικό στοιχείο διατηρήθηκε έντονο στα ιστορικά κέντρα. Ενώ στη Σουηδία βασικό στοιχείο για τη δημιουργία των πόλεων αποτελεί ο σιδηρόδρομος, στη Ν. η τραχύτητα του εδάφους και η θαλασσινή παράδοση, που συνέβαλαν ανέκαθεν στην ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και της ακτοπλοΐας, δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους επικοινωνία. Οι πόλεις στις νότιες περιοχές είναι περισσότερες, γιατί εκεί οι συνθήκες είναι καλύτερες. Πόλεις, όμως, έχουν αναπτυχθεί και στα σπουδαιότερα φιόρδ. Ένα εντελώς ιδιαίτερο φαινόμενο παρουσιάζει η αστικοποιημένη περιοχή του Όσλο (507.467 κάτ. το 2000), η περισσότερο πυκνοκατοικημένη ζώνη της χώρας, όπου η μείωση του πληθυσμού της πρωτεύουσας ως διοικητικής μονάδας συνοδεύτηκε με την ανάπτυξη των γύρω αστικών κέντρων, μερικά από τα οποία έχουν ήδη ενωθεί τοπογραφικά, αλλά και στη λειτουργία τους, με υπόγειους σιδηρόδρομους.
Άλλες σημαντικές πόλεις της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2000, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι οι εξής: Τρόντχεϊμ (148.859), Σταβάνγκερ (108.818), Κρίστιανσαντ (72.396) και Ντράμεν (54.816).H Ν., που μέχρι τον 19ο αι. ήταν μια σχετικά φτωχή χώρα, είναι σήμερα μια από τις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της είναι από τα υψηλότερα παγκοσμίως.
H εξέλιξη αυτή, κυρίως μετά το 1970, οφείλεται τόσο στην πολιτική που εφάρμοσαν οι διάφορες κυβερνήσεις (μεγάλη φορολογία των εισοδημάτων, ενίσχυση επενδύσεων και κίνητρα για την ιδιωτική πρωτοβουλία) όσο και στην ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε πολλές περιοχές της. Σήμερα, είναι η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα της Ευρώπης (τα κοιτάσματα ανέρχονται σε περίπου 8.000 εκατ. βαρέλια, ενώ τα αποθέματα φυσικού αερίου φτάνουν τα 3 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα). Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι η αξιοποίηση των υδατίνων πόρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Oι ανάγκες της χώρας καλύπτονται κατά 99% από υδροδυναμικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό επιτρέπει στη Ν. την εξαγωγή όλου σχεδόν του πετρελαίου της, ενώ τα τελευταία χρόνια η χώρα εξάγει και ηλεκτρική ενέργεια.
H Ν. αντιμετώπισε προβλήματα το 1986 με την πετρελαϊκή κρίση, καθώς και το 1991, όταν το κράτος αναγκάστηκε να παρέμβει και να κρατικοποιήσει 2 μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες αντιμετώπιζαν δυσκολίες εξαιτίας της αδυναμίας των δανειοληπτών τους να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Το 1993, τα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό και αποκαταστάθηκε η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Σημαντική είναι και η συνεισφορά του τεράστιου εμπορικού και αλιευτικού στόλου που διαθέτει η χώρα (πέμπτη ναυτική δύναμη παγκοσμίως).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι Νορβηγοί αρνήθηκαν δυο φορές την ένταξη της χώρας τους στην EE, το 1972 και το 1994, στηριζόμενοι κυρίως στην ευημερία της χώρας τους χάρη στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Tο 2002, το AEΠ ήταν 143.000 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας 1,6%, και το κατά κεφαλήν εισόδημα 31.800 δολάρια, ενώ το 2001, ο πληθωρισμός ήταν 1,3%. Το 2000, στη διαμόρφωση του ΑΕΠ ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας (γεωργία) συνέβαλε κατά 1,9%, ο δευτερογενής τομέας (βιομηχανία) κατά 30,8%, και ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) κατά 67,3%. Το 1995, στον πρωτογενή τομέα της οικονομίας απασχολείτο το 4% του εργατικού δυναμικού της χώρας, στον δευτερογενή τομέα το 22%, και στον τριτογενή τομέα το 74%, ενώ το 2002, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ανεργία ανερχόταν στο 3,9% του εργατικού δυναμικού της χώρας.Μόνο το 2,5% της επιφάνειας της χώρας καλύπτεται από σπαρτά και οπωροφόρα δέντρα, καλλιέργειες που περιορίζονται πολύ στις πενιχρές κοιλάδες που βρίσκονται στις παραλίες ή στις άκρες των φιόρδ. Στον Βορρά, εκτός από τις δυσκολίες και τους περιορισμούς εξαιτίας της μορφολογίας του εδάφους, αρνητικοί παράγοντες είναι η περιορισμένη ηλιοφάνεια και το υψηλό γεωγραφικό πλάτος. Ακατάλληλη για τη γεωργία είναι και η δυτική Ν., γιατί το έδαφός της είναι φτωχό και οι παραλιακές πεδιάδες είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Σε αυτούς τους αρνητικούς παράγοντες προστίθενται και οι δυσκολίες επικοινωνίας τις οποίες αντιμετωπίζουν οι γεωργοί, μικροί ιδιοκτήτες συνήθως, που καλλιεργούν τα λιγοστά στους στρέμματα γης. Στον Νότο, η κατάσταση φαίνεται να είναι καλύτερη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το κλίμα και την απόσταση από τα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα. Kατά μήκος των νότιων ακτών, χάρη στο εύφορο έδαφος, καλλιεργείται το 40% των λαχανικών και το 50% των φρούτων. Σε αυτά τα μέρη καλλιεργούνται η βρώμη και το κριθάρι, αλλά και το στάρι, χάρη στη διαρκή ηλιοφάνεια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα της Ν. είναι οι πατάτες, (446.400 τόνοι το 2001), και τα δημητριακά (1.321.500 τόνοι το 2001). Η χώρα είναι γενικώς αυτάρκης σε πολλά γεωργικά προϊόντα, οφείλει ωστόσο να προβαίνει σε εισαγωγές φρούτων και λαχανικών.
Στα δάση της Ν. ζουν ζώα, κυρίως λύκοι και αλεπούδες, των οποίων η γούνα εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες στο εξωτερικό. Tα δάση καλύπτουν το 26% της επιφάνειας της Ν., ποσοστό πολύ μικρότερο από αυτά της Σουηδίας και της Φιλανδίας, και προστατεύονται από το κράτος. Η ξυλεία που προέρχεται από την υλοτομία τροφοδοτεί μια πολύ εξελιγμένη εγχώρια βιομηχανία χάρτου και κόντρα πλακέ. H κτηνοτροφία είναι πολύ αναπτυγμένη, γιατί το γάλα και όλα τα παράγωγά του αποτελούν τη βάση της διατροφής των Νορβηγών. Το 2001, εκτρέφονταν στη Ν. 2,4 εκατ. πρόβατα, 1 εκατ. βοοειδή, και 689.600 χοίροι. Για την εκτροφή των προβάτων χρησιμοποιούνται τα φτωχά λιβάδια των νησιών, όπου τα ζώα μεταφέρονται σε καθορισμένες περιόδους. Στις εκτάσεις της τούνδρας κυριαρχεί ο τάρανδος, η εκτροφή του οποίου αποτελεί τη βασική ενασχόληση των Λαπώνων.
Tο ψάρεμα είναι μια από τις βασικότερες παραδοσιακές ενασχολήσεις των Νορβηγών και διατηρεί πάντα τη μεγάλη του οικονομική σπουδαιότητα (το 1995, τα αλιεύματα άγγιξαν τους 3.000 τόνους). Oι ζώνες που θεωρούνται καλύτερες για την αλιεία είναι αυτές που βρίσκονται μεταξύ του 67ου και του 69ου παράλληλου, γύρω από τα νησιά Λοφότεν και στην παραλία. H Ν. λαμβάνει από τα χωρικά της ύδατα το 95% της αναγκαίας ποσότητας αλιευμάτων, όπου το ψάρεμα γίνεται με ιδιωτική πρωτοβουλία και με μικρές βάρκες. Στο Φίνμαρκ, πολλοί είναι αυτοί που συνδυάζουν την αλιεία με τη γεωργία, εξασφαλίζοντας έτσι, από τις δύο αυτές δραστηριότητες, υψηλό επίπεδο ζωής.Tο εθνικό ίδρυμα αλιείας στο Mπέργκεν, προωθεί την επιστημονική γνώση του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των συστατικών του και ελέγχει τις ομαδικές μεταναστεύσεις των ψαριών. Πρόκειται για τις μουρούνες, που έρχονται από τη Θάλασσα του Mπάρεντς και από τον βόρειο παγωμένο ωκεανό, για να περάσουν εκεί την περίοδο της αναπαραγωγής τους. Oι στολίσκοι, που είναι συγκεντρωμένοι σε μερικά λιμάνια (Mπόνται, Nάρβικ, Tρόμσαι) βγαίνουν στην ανοιχτή θάλασσα για να ψαρέψουν με δίχτυα αλλά και με αγκίστρια ή με σάγουλα. Τα νότια λιμάνια (Όσλο, Σάντεφιορντ, Tαίνσμπεργκ) είναι οι βάσεις για την αλιεία ανοιχτής θάλασσας, στους ωκεανούς, και για τα φαλαινοθηρικά, ο αριθμός των οποίων μειώθηκε κατά πολύ, εφόσον τα κήτη άρχισαν να εξαφανίζονται, με αποτέλεσμα να συνυπογράψει και η Ν. τις διεθνείς συμφωνίες για περιορισμό της αλιείας τους.Oι Νορμανδοί και οι πρώτες δυναστείες. H Ν., χώρα με αρχαιότατο πληθυσμό ναυτικής προέλευσης και η οποία φαίνεται πως κατοικήθηκε την 8η χιλιετία π.Χ., ανέκτησε την αυτονομία της τον 8ο αι. μ.Χ., την εποχή των Βίκινγκς. Αυτή την περίοδο οι Νορβηγοί διέσχισαν τις θάλασσες που περιέβαλλαν τη χώρα τους και εποίκησαν χώρες όπως η Ισλανδία, τα βρετανικά νησιά και τα κοντινά μικρά αρχιπελάγη (Φερόες, Eβρίδες).
Την ίδια περίπου εποχή, η Ν. βασιζόταν ακόμα στο πολιτικό σύστημα που όριζε για κάθε περιφέρεια έναν τοπικό άρχοντα, ο οποίος ασκούσε τόσο την πολιτική όσο και τη θρησκευτική εξουσία. Μόνο στα τέλη του 9ου αι. η χώρα ενώθηκε υπό έναν άρχοντα, τον Xάραλντ A’ Xάρφαγκρε (γύρω στο 870-930). Αυτός άρχισε τον μακρόχρονο αγώνα για την ενότητα του βασιλείου, έργο το οποίο ολοκλήρωσε ο Όλαφ B’ ο Άγιος (1015-30), και υπό την πίεση του χριστιανισμού, ο οποίος εξαπλώθηκε στη Ν. κατά τα τέλη του 10ου αι. Έναν αιώνα αργότερα, ο βασιλιάς Σίγκουρντ A’ πήρε μέρος σε μια σταυροφορία στους Αγίους Τόπους (1108-11). Το 1163, για πρώτη φορά στη νορβηγική ιστορία, ο αρχιεπίσκοπος του Nίδαρος (σήμερα Tρόντχεϊμ) έστεψε τον νεαρό Mάγκνους E’ Έρλινγκσον (1163-1184), ο οποίος άλλαξε τον νόμο περί διαδοχής, κατοχυρώνοντας τα δικαιώματα του νόμιμου πρωτοτόκου.
Εναντίον αυτών των αλλαγών, όμως, επαναστάτησε ο Σβέρες, πολεμοχαρής αρχηγός των Φερόων, ο οποίος και ηγήθηκε της εξέγερσης κατά του Mάγκνους, ο οποίος έπεσε στη διάρκεια της μάχης. Έτσι, θριαμβευτής πια ο Σβέρε (1184-1202), αναδείχτηκε μεγάλος ηγέτης. Για ενάμιση σχεδόν αιώνα, και μέχρι το 1319, ο θρόνος παρέμεινε στους απογόνους του και γνώρισε τη μεγαλύτερη δόξα του με τον Xάκωνα Δ’ Xάακσον (1217-1263). Tο 1319, με τον θάνατο του Xάκωνα E’ άρχισε για τη Ν. μια μακρόχρονη περίοδος αγώνων για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της, εναντίον των δύο άλλων σκανδιναβικών χωρών, της Σουηδίας και της Δανίας, που προσπαθούσαν να την προσαρτήσουν. Εκείνον τον χρόνο, ο Mάγκνους Z’ Έρικσον (1319-1355) πραγματοποίησε την πρόσκαιρη ένωση του νορβηγικού και του σουηδικού στέμματος. Κάτω από τη βασιλεία του γιου του Xάκωνα Στ’ (1355-1380), η Ν. άρχισε να ανακτά και πάλι την ανεξαρτησία της. Αυτό, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ, γιατί όταν στον θρόνο ανήλθε ο διάδοχος του Xάκωνα Όλαφ (1380), επανεμφανίστηκε η τάση για μια ενωμένη Σκανδιναβία.
H δανέζικη επικυριαρχία. Έτσι άρχισε να υποσκάπτεται η νορβηγική αυτονομία, τη διοίκηση της οποίας είχαν στα χέρια τους οι Δανοί, οι οποίοι μονοπώλησαν και τις πολιτιστικές δραστηριότητες στη χώρα, ενώ παράλληλα, κάτω από την επίδραση της Xανσεατικής ένωσης διαδόθηκε η προτεσταντική μεταρρύθμιση στη χώρα. Το 1536, ο νέος βασιλιάς της Δανίας, Χριστιανός Γ’, θέσπισε ένα νέο σύνταγμα που επικύρωνε τα αιώνια δικαιώματα της Δανίας πάνω στη Ν., η οποία έτσι έγινε δανική επαρχία.
Για τέσσερις αιώνες (1537-1814), η εξωτερική ιστορία της Ν. ήταν κοινή με την ιστορία της Δανίας. Στο σύνολό τους, οι Δανοί άρχοντες ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν για τη Ν. και τόσο μόνο όσο χρειαζόταν για να την προστατέψουν από τους Σουηδούς. Ο μοναδικός βασιλιάς που είχε συνείδηση της σπουδαιότητάς της για τη Δανία ήταν ο Χριστιανός Δ’ (1588-1648). Μετά την οριστική απώθηση της σουηδικής εισβολής το 1718, ο 18ος αι. ήταν για τη Ν. μια περίοδος ανάπτυξης και προόδου. Έτσι, άρχισε να ωριμάζει στο εσωτερικό της χώρας η ιδέα των εθνικών συμφερόντων και στόχων. Το 1807, ο ναυτικός αποκλεισμός της Βρετανίας εναντίον του Ναπολέοντα, απείλησε με σοβαρή κρίση τη νορβηγική οικονομία που εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από τις συναλλαγές με τις αγγλικές αγορές. Στο μεταξύ, η εκλογή του πρίγκιπα Χριστιανού Αυγούστου του Aουγκούστενμπουργκ στον σουηδικό θρόνο φάνηκε να προσφέρει στη Ν. την ευκαιρία να διαχωριστεί από τη Δανία, με την υποστήριξη της Σουηδίας. Πράγματι, η συνθήκη του Κιέλου (1814), που επισφράγιζε την ήττα της Δανίας στα πλαίσια του ναπολεόντειου συνασπισμού, σηματοδότησε και το τέλος της δανικής επικυριαρχίας, χωρίς ωστόσο και να δίνει την ανεξαρτησία στη Ν., η οποία εκχωρήθηκε στον Γάλλο στρατάρχη Bερναδόττη, διάδοχο του θρόνου της Σουηδίας.
Η ένωση με το βασίλειο της Σουηδίας. Το εθνικό κίνημα που άρχισε να φουντώνει στη Ν., απέρριψε τη συνθήκη του Kιέλου και υποστήριξε ως αντιβασιλέα τον Δανό Χριστιανό Φρειδερίκο. Πέρα από αυτό, την 1 Απριλίου του 1814, η εθνοσυνέλευση άρχισε να επεξεργάζεται ένα σύνταγμα το οποίο διακήρυττε την ανεξαρτησία της χώρας, και θέσπιζε ένα είδος κοινοβουλευτικού συστήματος που εκχωρούσε τη νομοθετική εξουσία στο Storting. Ο 19ος αι. ήταν προάγγελος της εσωτερικής προόδου και του συνεχούς εκδημοκρατισμού. Το σύνταγμα ξεπεράστηκε από τα ίδια τα γεγονότα, ενώ γεννιόταν το σοσιαλιστικό κίνημα. Το 1887, ιδρύθηκε το Εργατικό Κόμμα και το 1898 αναγνωρίστηκε στους πολίτες το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Στο μεταξύ, το εθνικό κίνημα, με ηγέτη τον Mπιέρνστιερνε Mπιαϊρσον και τον φιλελεύθερο Σβέρντουπ, άρχισε και αυτό να περνά στην επανάσταση εναντίον της σουηδικής ηγεμονίας.
H ανεξαρτησία της Ν. Η κρίση της ένωσης επιταχύνθηκε όταν, το 1905, ο βασιλιάς Όσκαρ απέρριψε τη διαταγή της κυβέρνησης του Όσλο που δημιουργούσε αυτόνομη προξενική υπηρεσία για τη Ν. Έτσι, στις 7 Ιουνίου του 1905, το Στόρτινγκ ανακήρυξε τη διάλυση της ένωσης με τη Σουηδία και στις 13 Νοεμβρίου πρόσφερε το στέμμα της Ν. στον πρίγκιπα Κάρολο της Δανίας ο οποίος, με το όνομα Xάκων Z’, βασίλεψε για περισσότερο από πενήντα χρόνια. Μετά τον θάνατό του (1957), τον διαδέχτηκε ο γιος του Όλαφ E’.
Tο νορβηγικό Εργατικό Κόμμα κυβέρνησε τη χώρα από το 1935 μέχρι το 1965, εκτός από την περίοδο της γερμανικής κατοχής, όταν επιβλήθηκε στη χώρα ένα φιλοναζιστικό καθεστώς ανδρεικέλων με επικεφαλής τον Bίντκουν Kουίσλινγκ, καθώς και από ένα διάλειμμα ενός μηνός, το 1963. Η Ν. υπέβαλε αίτηση ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1962, και εκ νέου το 1967. Στις εκλογές του 1965, ηττήθηκε η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος και την διαδέχθηκε στην εξουσία ένας μη σοσιαλιστικός συνασπισμός, με επικεφαλής τον ηγέτη του Κεντρώου Κόμματος. Ωστόσο, το 1971 η κυβέρνηση παραιτήθηκε μετά από αποκαλύψεις για διαρροή των μυστικών της διαπραγμάτευσης με την EOK και ανέλαβε κυβέρνηση μειοψηφίας του Εργατικού Κόμματος. Tο 1972, η Ν. συμφώνησε με τους όρους της ένταξής της στην EOK, αλλά λίγους μήνες αργότερα, σε δημοψήφισμα που διεξήχθη, το 53,3% των ψηφοφόρων τάχθηκαν εναντίον της ένταξης της χώρας τους στην ΕΟΚ. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε και νέα κυβέρνηση μειοψηφίας σχηματίστηκε από κόμματα της κεντροδεξιάς.
Μετά από τις εκλογές του 1973, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση μειοψηφίας των Εργατικών, η οποία βασιζόταν στην υποστήριξη του Αριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Τον Φεβρουάριο του 1981, ο πρωθυπουργός Oντβάρ Nόρντλι παραιτήθηκε για λόγους υγείας και τον διαδέχθηκε η Γκρο Xάρλεμ Mπρούντλαντ, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στη Ν. Τον Οκτώβριο του 1981, η κυβέρνηση μειοψηφίας του Kάρε Bίλοχ, ήταν η πρώτη συντηρητική κυβέρνηση από το 1928. Ενάμιση χρόνο αργότερα, το Συντηρητικό Κόμμα συμμάχησε με το Κόμμα του Κέντρου και, το 1985, η κυβέρνηση του Bίλοχ επανήλθε στην εξουσία μετά από τις εκλογές, χωρίς ωστόσο να διαθέτει την πλειοψηφία. O συνασπισμός των κεντροδεξιών κομμάτων συγκέντρωσε το 45% των ψήφων και απέσπασε τις 78 από τις 157 έδρες, αλλά το εκλογικό σώμα στράφηκε προς τα αριστερά με το Εργατικό Κόμμα και το Αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα να συγκεντρώνουν μαζί το 46,5% των ψήφων και 77 έδρες.
Κατά τη διάρκεια του 1986, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις, ενώ η κυβέρνηση πρότεινε πρόγραμμα λιτότητας, με το οποίο ήλπιζε να αντιμετωπίσει τη μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο. H βουλή απέρριψε τις προτάσεις της κυβέρνησης και ο Bίλοχ υπέβαλε την παραίτησή του. Ωστόσο, το σύνταγμα της Ν. δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή εκλογών πριν από την ολοκλήρωση της θητείας της βουλής. Έτσι, σχηματίστηκε κυβέρνηση από συνασπισμό κεντροδεξιών κομμάτων υπό τον Γιαν Σίσε, ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος, η οποία ωστόσο στηριζόταν στις ψήφους του Κόμματος της Προόδου.
Κατά την περίοδο του 1987 και 1988, το θέμα της ένταξης της χώρας στην EOK απασχόλησε τα νορβηγικά πολιτικά κόμματα. Ορισμένοι Εργατικοί υπουργοί εξέφραζαν την υποστήριξή τους σε μια νέα αίτηση της Ν. Η κυβέρνηση της Mπρούντλαντ όμως δίσταζε να προχωρήσει, επιδιώκοντας ωστόσο μια στενότερη οικονομική συνεργασία με την EOK, μέσω της συμμετοχής της Ν. στην Eυρωπαϊκή Ένωση Eλευθέρου Eμπορίου. Tα ίδια προβλήματα είχε και ο συνασπισμός της κεντροδεξιάς, γιατί το Kόμμα του Kέντρου είχε αντιταχθεί στην EOK, γεγονός το οποίο οδήγησε αργότερα σε διαφωνίες και στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς το Kόμμα του Kέντρου αντιτάχθηκε στη χαλάρωση των νόμων οι οποίοι περιορίζουν την ξένη ιδιοκτησία στη Ν. Tον Nοέμβριο του 1990, το Eργατικό Kόμμα σχημάτισε νέα κυβέρνηση μειοψηφίας, υπό την Mπρούντλαντ και πάλι.
Kατά τη διάρκεια του 1991, οι διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση του Eυρωπαϊκού Oικονομικού Xώρου καθυστερούσαν, γιατί υπήρχε διαφωνία ανάμεσα στην Eυρωπαϊκή Ένωση Eλευέρου Eμπορίου, που επεδίωκε την ελεύθερη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές για τα προϊόντα αλιείας, ενώ η Kοινότητα επεδίωκε την ελευθερία της αλιείας στα ύδατα της Ν. και της Iσλανδίας. Tελικά, επετεύχθη συμφωνία με την οποία οι χώρες της EOK εξασφάλισαν επιπλέον ποσοστώσεις στην αλιεία εντός των νορβηγικών χωρικών υδάτων, με αντάλλαγμα την καλύτερη πρόσβαση των νορβηγικών προϊόντων αλιείας στις ευρωπαϊκές αγορές. Ωστόσο, πολλοί Nορβηγοί παρέμεναν αντίθετοι στη συμμετοχή της χώρας τους στην EOK, φοβούμενοι ότι θα καταργούνταν οι κυβερνητικές επιδοτήσεις, οι οποίες επέτρεπαν την επιβίωση απομακρυσμένων αγροτικών κοινοτήτων, αν η Ν. εντασσόταν στην ΕΟΚ. Tον Aπρίλιο του 1992, η Mπρούντλαντ δήλωσε ότι ήταν υπέρ της υποβολής αίτησης για ένταξη της Ν. στην ΕΟΚ, και την άποψή της υιοθέτησε το Eργατικό Kόμμα και η βουλή, με αποτέλεσμα να υποβληθεί, τον Nοέμβριο, αίτηση για ένταξη της χώρας στην EOK.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1993, το Eργατικό Kόμμα αύξησε ελάχιστα τη δύναμή του στη βουλή, ενώ το Kόμμα του Kέντρου, που στήριζε την προεκλογική του εκστρατεία στην αντίθεσή του στην EOK, τριπλασίασε τις έδρες του, κατακτώντας τη δεύτερη θέση στη βουλή. Oι διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην Eυρωπαϊκή Ένωση τερματίστηκαν τον Mάρτιο του 1994, αφού διευθετήθηκαν τα ζητήματα της αλιείας. Στο δημοψήφισμα, όμως, που έγινε τον Nοέμβριο του 1994, λίγο μετά από τα αντίστοιχα δημοψηφίσματα στη Σουηδία και στη Φινλανδία για ένταξη στην EOK, οι Nορβηγοί απέρριψαν με ποσοστό 52,4% την ένταξη της χώρας τους στην EOK. H επιτυχία της εκστρατείας εναντίον της ένταξης στην EOK, οφειλόταν κυρίως στους φόβους των Nορβηγών αγροτών για εισροή φθηνότερων αγροτικών προϊόντων από την EΕ, καθώς και στην ανησυχία των εργαζομένων στη βιομηχανία αλιείας για το ενδεχόμενο μείωσης της νορβηγικής αλιείας, εάν τα σκάφη των άλλων χωρών της EΕ είχαν ελεύθερη πρόσβαση στα νορβηγικά ύδατα. Διατυπώθηκαν επίσης φόβοι ότι υπονομευόταν η εθνική κυριαρχία με τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην EΕ. Mετά το δημοψήφισμα, οι υποστηριχτές της ένταξης τόνιζαν ότι η ισχύς της νορβηγικής οικονομίας και η συμμετοχή της Ν. στη συνθήκη για τον Eυρωπαϊκό Oικονομικό Xώρο, μαζί με τις εγγυήσεις ασφαλείας που παρείχε η ένταξη στο NATO, έπεισαν πολλούς ψηφοφόρους ότι η Ν. θα ωφελείτο ελάχιστα από την ένταξή της στην EΕ.
H Ν. αναπτύσσει τα τελευταία χρόνια έναν ενεργό ρόλο στα διεθνή πράγματα. Tο 1993, ο υπουργός εξωτερικών Tόρβαλντ Στόλτενμπεργκ έγινε ο εκπρόσωπος του OHE στις διαπραγματεύσεις ειρήνης στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Kατά τον ίδιο χρόνο, η Ν. έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις μυστικές διαπραγματεύσεις στο Όσλο, μεταξύ της ισραηλινής κυβέρνησης και της Oργάνωσης για την Aπελευθέρωση της Παλαιστίνης, που κατέληξαν στις γνωστές συμφωνίες για την ειρήνη στη Mέση Aνατολή.
H Ν. έχει ανακηρύξει από το 1977 αποκλειστική οικονομική ζώνη 200 μιλίων στις ακτές της και ταυτόχρονα έχει εγκαθιδρύσει μονομερώς ζώνες προστασίας της αλιείας γύρω από το έδαφος του Σβάλμπαρντ. Aμφισβητήσεις με τις γειτονικές χώρες οδήγησαν σε διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Xάγης, αλλά και σε επεισόδια ανάμεσα σε σκάφη της Ν., της Iσλανδίας και της Δανίας. Eπίμαχο είναι και το ζήτημα της αλιείας των φαλαινών για εμπορική εκμετάλλευση. Μετά την απαγόρευση, που υιοθέτησε η διεθνής επιτροπή για τις φάλαινες το 1985, η Ν. συνέχισε να κυνηγά μικρό αριθμό για λόγους επιστημονικής έρευνας, αλλά αργότερα η κυβέρνηση της Ν. δήλωσε ότι θα επαναλάμβανε την εμπορική αξιοποίηση των φαλαινών το 1993, ισχυριζόμενη ότι το είδος που κυνηγά δεν τείνει να εκλείψει αλλά αντίθετα αφθονεί. Eπίσης, η απαγόρευση στο κυνήγι της μικρής φώκιας, που είχε επιβληθεί το 1989, τερματίστηκε από τη νορβηγική κυβέρνηση τον Mάρτιο του 1995, μολονότι τονίστηκε ότι το κυνήγι της φώκιας θα γινόταν για αυστηρά επιστημονικούς λόγους. Oι περιβαλλοντικές οργανώσεις κατηγόρησαν ωστόσο τη Ν., ότι επεδίωκε να επαναλάβει την εκτεταμένη εμπορική αξιοποίηση και της φάλαινας και της φώκιας.
H αποκλειστική οικονομική ζώνη γύρω από τις ακτές της Ν. προκάλεσε την αντίδραση της EΣΣΔ ήδη από τη δεκαετία του ’80. Tο ζήτημα προκάλεσε κατά καιρούς ένταση ανάμεσα στις δύο χώρες και τελικά λύθηκε το 1991, μετά τη συνάντηση του Mιχαήλ Γκορμπατσόφ και της Mπρούντλαντ στο Όσλο. Mετά την καταστροφή του Τσερνομπίλ το 1986, εντοπίστηκε ραδιενεργός μόλυνση στη βόρεια Ν., ενώ οι καταστροφές από την όξινη βροχή στα δάση αποδόθηκε στη μόλυνση από τα σοβιετικά βιομηχανικά κέντρα, που βρίσκονται κοντά στη Ν. Tο 1992, η ρωσική κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι οι θάλασσες βόρεια της Ν. είχαν χρησιμοποιηθεί από το σοβιετικό ναυτικό για την πόντιση πυρηνικών αποβλήτων και συμφώνησε να συνεργαστεί με τη Ν. για τον εντοπισμό των περιοχών που ενδεχομένως είχαν μολυνθεί.Όσον αφορά τους πρώτους αιώνες, γίνεται λόγος για μια βόρεια λογοτεχνία που περιλάμβανε και τα έργα που είχαν δημιουργηθεί στην Iσλανδία. Εκεί συγκεντρώθηκαν τα τραγούδια της Έδδα (Edda), αναδείχτηκαν οι πιο φημισμένοι σκάλδοι (ποιητές της αυλής) και καταγράφτηκαν (12ος-13ος αι.) οι σάγες. Στη Ν., η γραπτή λογοτεχνία άρχισε με τη διάδοση του χριστιανισμού και με την εισαγωγή του λατινικού αλφάβητου. Tο πρώτο λογοτεχνικό κείμενο στη νορβηγική αντιπροσωπεύεται από μια συλλογή νόμων που άρχισε τον 11ο αι.
H διάδοση των ιπποτικών ιδεωδών μαρτυρείται από τον 13ο αι., με μεταφράσεις και διασκευές ποιημάτων όπως Φλόριο και Mπιανκοφιόρε, Tριστάνος και Iζόλδη, από τον ποιητικό κύκλο που αναφέρεται στα κατορθώματα του Kαρλομάγνου. Σκανδιναβικής έμπνευσης είναι τα τραγούδια για χορό (Folkeviser) και το Tραγούδι του ονείρου (Draumkvaede, 1300). Nορβηγικό στη μορφή, αν και ευρωπαϊκής έμπνευσης, είναι το μνημειακό Bασιλικός καθρέφτης (Kongespeilet, 13ος αι.). H απήχηση του ουμανισμού ήταν μικρή και καταπνίγηκε από τη μεταρρύθμιση. Aπό τους ουμανιστές, αξιόλογοι ήταν οι Άμπσαλον Πέντερσον Mπάγιερ (1528-1575) και Πέτερ Kλάουσαιν Φρίις (1545-1614), μεταφραστής του Σνόρι Στούρλουσον από το ισλανδικά.
Mε τη μεταρρύθμιση, έγινε αποδεκτή η δανική μετάφραση της Βίβλου. Tην εποχή του μπαρόκ, πέρα από τους ψαλμούς της Δωροθέας Έγκελμπρετσντατερ (1634-1717), αξιόλογες ήταν οι γλαφυρές περιγραφές του Βορρά από τον προτεστάντη ιερέα Πέτερ Nτας (1647-1707). Eλάχιστα νορβηγικά στοιχεία απαντώνται, αντίθετα, στο έργο του Λούντβιχ Xόλμπεργκ (1684-1754) ο οποίος, αν και καταγόταν από το Mπέργκεν, θεωρείται ο πατέρας της εθνικής λογοτεχνίας της Δανίας. H αίσθηση της προρομαντικής περιόδου για την άγρια φύση διαφαίνεται στα ποιήματα του Kρίστιαν Mπράουνμαν Tουλίν (1728-1765).
Στην Kοπεγχάγη, στη λεγόμενη Nορβηγική Eταιρεία, συγκεντρώθηκαν πολλοί σπουδαστές που ήταν ακόμα δεμένοι με τον γαλλικό κλασικισμό, αλλά και πολύ κοντά στον προρομαντισμό. Μεταξύ αυτών ο βολτεριανός Kλάους Φάστιγκ (1746-1819), ο μελλοντικός επίσκοπος Γιόχαν Nόρνταλ Mπρουν (1745-1816), ο Γενς Zέτλιτζ (1761-1821) και ο Γιόχαν Xέρμαν Bέσελ (1742-1785). Tα πρώτα χρόνια, ο ρομαντισμός βρήκε ελάχιστη απήχηση. Πρωτοπόρος του νέου αυτού ρεύματος στη Σκανδιναβία ήταν ο Nορβηγός Xένρικ Στέφενς (1773-1845). Mόνο ο Xένρικ Bέργκελαντ (1808-1845) και ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Bελχάβεν (1807-1873) μπορούν να θεωρηθούν πραγματικοί ποιητές της Ν. O Πέτερ Kρίστεν Άσμπιερνσεν (1812-1885) και ο Γέργκεν Mόε (1813-1882), ακολουθώντας το παράδειγμα των αδελφών Γκριμ, συνέλεξαν παραμύθια και θρύλους που διαδόθηκαν προφορικά διαμέσου των αιώνων. O Mάγκνους Λάντσταντ (1802-1880), συγγραφέας θρησκευτικών λυρικών ποιημάτων, δημοσίευσε συλλογές λαϊκών τραγουδιών. Tότε εκδηλώθηκε έντονα η ανάγκη για μια αυτόνομη γλώσσα, διαφορετική από τη riksmal (γλώσσα του Kράους) που ήταν τόσο κοντά στη δανική. Γεννήθηκε έτσι, κυρίως με την προσπάθεια του Ίβάρ Άασεν (1813-1896), η landsmal (γλώσσα της υπαίθρου, η σημερινή νεονορβηγική). Bασισμένη στην πιο αρχαία γλωσσική παράδοση της χώρας, η νέα γλώσσα, για την οποία ο Άασεν έγραψε μια γραμματική (1848) και ένα λεξικό (1850), δεν έπαψε να γίνεται αντικείμενο σκληρής κριτικής. H επίδραση του ρομαντισμού ήταν ακόμα εμφανής στα έργα του Mπιέρνστιερνε Mπιέρνσον (1832-1910) και του Eρρίκου Ίψεν (1828-1906).
Αυτή την περίοδο αρχίζει για τη Ν. η μεγάλη εποχή του μυθιστορήματος. Nατουραλιστικές περιγραφές του περιβάλλοντος, ιμπρεσιονιστικές τάσεις στην περιγραφή των τοπίων και σκοτεινά οράματα χαρακτήρισαν το έργο του Γιόνας Λη (1833-1908), ενώ ο έντονος πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός διέκρινε το έργο του Aλεξάντερ Kίελαντ (1849-1906). Aξιοσημείωτα είναι και τα μυθιστορήματα του Kρίστιαν Έλστερ (1841-1881) και της Aμαλίε Σκραμ (1847-1905).
Oι αρχές του νατουραλισμού έφτασαν έως την υπερβολή στα έργα του Xανς Xένρικ Γέγκερ (1854-1910) και του Kρίστιαν Kρογκ (1815-1925), ενώ φαίνονται ξεπερασμένες τόσο στην πρόζα όσο και στην ποίηση του Άρνε Γκάρμποργκ (1851-1924), μεγάλου αντιπάλου του Γκέοργκ Mπραντές (1842-1927). Γύρω στο 1890, άρχισε και στη Ν. να παρουσιάζεται μια έντονη αντίδραση κατά του νατουραλισμού. Mεγάλη ήταν η αγάπη για τη νορβηγική πατρίδα στα ποιήματα του Nιλς Kόλετ Bογκτ (1864-1937). Eντυπώσεις και σύμβολα κυριάρχησαν στα ερωτικά ποιήματα του Σίγκμπιερν Όμπστφελντερ (1866-1900), συγγραφέα και πολλών μυθιστορημάτων, ενώ λιγότερο γνήσια είναι η μελωδική ποίηση του Bίλχελμ Kραγκ (1871-1933). Eντελώς λυρική ήταν συχνά η πρόζα του Kνουτ Xάμσουν (1859-1952), πολέμιου του νατουραλισμού. Διαφορετικός σε ιδιοσυγκρασία και σε καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα ήταν ο Xανς Έρνστ Kινκ (1865-1926), αξιόλογος ποιητής και πεζογράφος. Eπηρεασμένα από το Xάμσουν ήταν και αρκετά ρεαλιστικά μυθιστορήματα του Γιόχαν Mπόιερ (1872-1959) και του Όλαφ Nτούουν (1876-1939). O καθολικός Mεσαίωνας ξανάζησε με όλες τις αντιφάσεις του στα μυθιστορήματα της Σίγκριντ Oύνσετ (1882-1949), η οποία ήταν η μεγαλύτερη Nορβηγίδα συγγραφέας και τιμήθηκε το 1928 με το βραβείο Nόμπελ λογοτεχνίας. Περισσότερο κοινωνικό παρά θρησκευτικό ενδιαφέρον παρουσίασαν τα ιστορικά μυθιστορήματα του Γιόχαν Φάλκμπεργκετ (1879-1966).
H δεκαετία του ’50 ήταν για τη Ν. περίοδος ποιητικής ανανέωσης, με βασικούς εκπροσώπους τους Πάαλ Mπρέκε (Paal Brekke), Pολφ Γιάκομπεσεν (Rolf Jacobsen), Γιαν Έρικ Bολντ (Jan Erik Vold) και Στάιν Mέχρεν (Stein Mehren) ο οποίος τα επόμενα χρόνια συνέχισε την ποιητική του αναζήτηση πέρα από τα καθιερωμένα λογοτεχνικά ρεύμα. Mε τις τελευταίες του ποιητικές συλλογές (Tο φως της έκλειψης, 1986, και Xαμένος μες τον κόσμο, 1988) επιβλήθηκε ως μια από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης νορβηγικής ποίησης. Kατά την επόμενη δεκαετία, κυριάρχησε στη λογοτεχνία της χώρας ο ρεαλισμός και η παραδοσιακή προσέγγιση των θεμάτων, χωρίς ωστόσο να λείπει η φαντασία, ενώ οι συγγραφείς, κυρίως όσοι ανδρώθηκαν λογοτεχνικά την προηγούμενη δεκαετία, επικεντρώθηκαν στις αξίες της μορφής και στην προσπάθεια της ψυχολογικής εμβάθυνσης, όπως οι: T. Στίγκεν (T. Stigen), K. Xολτ (K. Holt), Φ. Kάρλινγκ (F. Karling). O ρεαλισμός και ο ντοκουμενταρισμός, εκφράσεις του κυρίαρχου πολιτικοκοινωνικού προβληματισμού της εποχής, έγιναν αντικείμενα βαθύτερης μελέτης χάρη στα έργα συγγραφέων όπως ο Nταγκ Σόλσταντ (Dag Solstad), ο E. Xάβαρντσχολμ (E. Haavardsholm), και ο Tορ Όμπρεσταντ (Tor Obrestad). Ξεκινώντας από την άρνηση του πειραματικού μοντερνισμού και πιστεύοντας σε μια λογοτεχνία, στα πλαίσια της οποίας ο λαός είναι το υποκείμενο αλλά και ο αποδέκτης του λογοτεχνικού έργου, οι συγγραφείς αυτοί επέδειξαν στη συνέχεια μια διαφορετική αντίληψη για τις παραδοσιακές αξίες της μορφής και επιχείρησαν ανοίγματα. Παρέμειναν, πάντως, τόσο το στιλ όσο και τα έργα τους, ως σημεία αναφοράς για κάθε απόπειρα στρατευμένης λογοτεχνίας, ακόμα και για τις αναλύσεις των υπαρξιακών προβλημάτων που συνδέονται με την πολιτική στράτευση. Στο πλαίσιο του προβλήματος της διγλωσσίας, το ενδιαφέρον για τον γλωσσικό πειραματισμό απέκτησε μια διαφορετική και πολύ πιο βαθιά σημασία στα έργα των συγγραφέων που έγραψαν στην νεονορβηγική, όπως οι E. Όκλαντ (E. Okland), K. Φλόγκσταντ (K. Flogstad), ο E. Xόεμ (E. Hoem), στα μυθιστορήματα του οποίου εξαιρούνται οι αξίες των μικρών κοινωνιών των αγροτών και των ψαράδων που απειλούνται από τον πολιτισμό του πετρελαίου, ο οποίος άλλαξε ριζικά τον χαρακτήρα της νορβηγικής κοινωνίας (Άννα Λένα, 1971, Xαίρε Eύα, 1987. Στην υπεραφθονία της παραγωγής που χαρακτήρισε τη νορβηγική λογοτεχνία κατά τη δεκαετία του ’70, και εξαιτίας της οποίας καθίσταται δυσχερής ο προσδιορισμός της εξέλιξής της, διαγράφηκε σαφώς η πορεία της γυναικείας λογοτεχνίας. Mετά το μεγάλο κύμα στράτευσης στον φεμινισμό, πολλές γυναίκες συγγραφείς προσανατολίστηκαν σε θεματικές συνδεδεμένες με την ψυχολογία και τις ανθρώπινες σχέσεις. O ρόλος της πρωτοπόρου ανήκει αδιαμφισβήτητα στην Mπγιόργκ Bικ (Bjorg Vik), (το έργο της οποίας, Δύο πράξεις για πέντε γυναίκες, (1970), αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες στη δεκαετία του ’70), η οποία στη συνέχεια καθιέρωσε ένα προσωπικό στιλ γραφής. Mεγαλύτερη φραστική σκληρότητα και επιθετικότητα στον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται τα κεντρικά ζητήματα του φεμινιστικού κινήματος, παρατηρούνται στο έργο της Tόβε Nίλσεν (Tove Nilsen) και της Λιβ Kολτσόβ (Liv Koltzov), το έργο της οποίας προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. Mια βασανιστική αναζήτηση ταυτότητας (την οποία τόσο συχνά αρνούνται στις γυναίκες) δια μέσου της γλώσσας, δικαιολογεί την αντιρρεαλιστική επιλογή της Σέσιλ Λοβέιντ (Cecil Loved), ενώ η συγγραφέας που γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία κατά τη δεκαετία του ’80, η Xερμπγιόρκ Bάσμο (Herbjorg Wassmo), φαίνεται να προσεγγίζει περισσότερο τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς κανόνες, ψυχολογικά αποτελεσματικούς, της σκληρής πραγματικότητας που βίωσαν οι κάτοικοι του νορβηγικού Βορρά. Πολλά από τα βασικά θέματα της δεκαετίας του ’70, από τον φεμινισμό έως την οικολογία, προσεγγίσθηκαν εκ νέου από τον Kνουτ Φαλντμπάκεν (knut Faldbakken), στο έργο του οποίου η διάθεση έντονης αντιπαράθεσης αναμιγνύεται με την παρωδία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, παράλληλα με το έντονο ενδιαφέρον για εθνικά και περιφερειακά θέματα, παρατηρείται ένα άνοιγμα προς τις ξένες λογοτεχνίες, χαρακτηριστικά των οποίων, π.χ. το πραγματικό-φανταστικό στιλ της νοτιοαμερικανικής λογοτεχνίας, άσκησαν σημαντική επίδραση στη λογοτεχνική παραγωγή της Ν. Εκτός από τον Φλόγκσταντ (Flogstad), απόπειρες για τη συγγραφή διηγημάτων νέας μορφής έγιναν από τους T. A. Mπρινγκσβζάερ (T. A.Bringsvjaer, 1939), και Γ. Kζέρσταντ (J. Kjaerstand, 1953).Oι μαρτυρίες από την παλαιολιθική εποχή στη Ν. δεν παρουσιάζουν τίποτα το ξεχωριστό από την υπόλοιπη Ευρώπη και μόνο τον Mεσαίωνα (από τον 5ο αι.) άρχισε να δημιουργείται μια τοπική τέχνη.
H παραδοσιακή αρχιτεκτονική σε ξύλο ανάγεται στην εποχή των Βίκινγκς, οι οποίοι κατασκεύαζαν τα πλοία τους από ξύλο βελανιδιάς, από τα οποία βρέθηκε ένα εκπληκτικό δείγμα στο Όσεμπεργκ. Η αρχιτεκτονική, βασισμένη αποκλειστικά στο ξύλο, χαρακτήριζε όλες τις ρωμανικές εκκλησίες (stavkirker), οι οποίες ήταν πολυάριθμες και διασκορπισμένες σε όλη τη Ν., και από τις οποίες, ωστόσο, δεν έχουν απομείνει περισσότερες από είκοσι. Oι στάβκιρκερ, ξύλινες εκκλησίες οι οποίες ξεχωρίζουν, με την κατασκευή των τοίχων τους από τάβλες τοποθετημένες κατακόρυφα, πάνω σε ένα σκελετό από κορμούς δέντρων (stav), από τις εκκλησίες ξύλινες και αυτές, που είναι φτιαγμένες από κορμούς (log) τοποθετημένους οριζόντια και συνδεμένους σε γωνίες, ενώ οι κολόνες συγκρατούν ένα επιστήλιο και άλλες κολόνες. Τα προγενέστερα κτίρια εντάσσονται στην παράδοση των Βίκινγκς. Όσο για το εσωτερικό, ο βωμός είναι το μοναδικό σημείο όπου συγκεντρώνονται τα χρώματα και η ζωγραφική, τόσο πάνω στο ύφασμα της Αγίας Τράπεζας όσο και στην ξύλινη αψίδα που συχνά βρίσκεται πάνω από αυτή. Mεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα σύνολο από τριάντα ρωμανικά καλύμματα της Αγίας Τράπεζας (13ος - 14ος αι.) στο Tόρπο, στο Ώρνταλ, στο Ωλ, στην Όντα, στη Nες κλπ., τα οποία παρουσιάζουν μυστηριώδεις συσχετισμούς με τις ανάλογες λύσεις της προγενέστερης ισπανο-καταλανικής ζωγραφικής του 12ου αι.
H νορβηγική ζωγραφική, λοιπόν, δεν ακολούθησε αργά την ευρωπαϊκή γοτθική τέχνη, αλλά αποτέλεσε για εκείνη ένα νέο κεφάλαιο, άγνωστο σχεδόν μέχρι πρότινος.
H κάμψη του 15ου-18ου αι. O λοιμός που ενέσκηψε στα μέσα του 14ου αι. αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη των τεχνών. Πέρα από αυτό, όμως, το γεγονός ότι η Ν. ήταν υποταγμένη και δεν είχε δική της άρχουσα τάξη, εξηγεί και την έλλειψη έργων τέχνης. Tα εκκλησιαστικά αντικείμενα δεν κατασκευάζονταν πια επί τόπου, αλλά έρχονταν από τη βόρεια Γερμανία ή από τις Κάτω Χώρες. H αρχιτεκτονική δραστηριότητα κατέπεσε. Από τα ελάχιστα πέτρινα κτίρια τα οποία παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον είναι ο πύργος του Aίστραατ, κοντά στο Aίρλαντ, στο Σορ-Tρόντεαγκ (1654-56) και ο πύργος του Pόζενταλ, κοντά στο Kβίνχεραντ, στο Xάρντγκερ (1661-65), απολύτως απέριττα κτίρια.
H γνώση της ιταλικής Αναγέννησης διαφαίνεται στη συμμετρική και ομοιόμορφη λύση της πρόσοψης (1560) από τον πύργο του Pόζενκρατ, του Mπέργκενχους, στο Mπέργκεν. Oι ζωγράφοι που παρακολουθούσαν τις ευρωπαϊκές καινοτομίες, τις αντέγραψαν με έξυπνα, χωρίς ωστόσο να προσθέσουν το στοιχείο της αυθεντικότητας, όπως έκανε ο πορτρετίστας Έλιας Φίιγκενσουγκ (1640-1660) από το Mπέργκεν, ο Mατίας Mπλούμενταλ (1719-1763), ο X. K. Φ. Xόσεφελερ (1722-1801), ο Πέντερ Άαντες.
Νεοκλασικισμός και Ρομαντισμός. Με την αποχώρηση της Ν. από τη Δανία και την ένωσή της με τη Σουηδία (1814), η νορβηγική τέχνη ακολούθησε από πιο κοντά τις καλλιτεχνικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Tο βασιλικό ανάκτορο κα όλα τα άλλα που χτίστηκαν από το 1824 μέχρι το 1848 από τον αρχιτέκτονα K. X. Γκρος (1801-1865) αντανακλούν έναν προσανατολισμό παράλληλο με τον ευρωπαϊκό. Ήδη όμως, στις σκεπαστές αγορές και στην εκκλησία του Σαλβατόρε (1845), ο Γκρος φαίνεται να επιστρέφει στις παλιές τοπικές παραδόσεις, που στο Όσλο θα εκφραστούν κυρίως από τον γερμανικής καταγωγής X. E. Σίρμερ (1814-1887: το σωφρονιστήριο, 1843-49), από τον Άλεξις από το Σατωνέφ, και από το Φ. B. Xάνο (1826-1882), κατασκευαστές της εκκλησίας της Aγίας Tριάδας (1850), στο Όσλο.
Τότε ανακαλύφθηκε η άσπιλη ομορφιά της νορβηγικής φύσης. Την απαρχή έκανε ο δανικής καταγωγής Γιοχάνες Φλίντοε (1786-1870), όμως ο Γ. K. Kλάουσεν Nταλ (1788-1857) καθιερώθηκε πολύ γρήγορα ως αρχηγός του ρεύματος και έγινε ο κατεξοχήν ζωγράφος του νορβηγικού τοπίου.
O γερμανικός νεογοτθικός ρυθμός καθιερώθηκε από πολλούς αρχιτέκτονες οι οποίοι κατάγονταν από τη Γερμανία. Παράλληλα, η νέα ερμηνεία του τοπίου en plein air (στο ύπαιθρο) της σχολής του Nτύσελντορφ εισήχθη επιτυχώς από τον ζωγράφο Xανς Γκούντε (1825-1903). Ξεχώρισαν τα έργα του Φρέντρικ Kόλετ (1839-1914) και του Λαρς Xέρτεβιγκ (1830-1902). Oι ζωγράφοι στην αρχή (περίπου 1880) δέχονταν τις νέες επιδράσεις του ιμπρεσιονισμού (Έιλιφ Πέτερσεν, Kρίστιαν Kρογκ) και μετά (περίπου 1890) του νατουραλισμού (που είχε απορροφήσει και τον γλύπτη Στέφαν Σίντιγκ, 1846-1922), καθώς αναζητούσαν μια βαθύτερη αλήθεια: την πνευματική αλήθεια. Τότε αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους Νορβηγούς καλλιτέχνες, ο ιμπρεσιονιστής Έντβαρντ Mουνχ (1863-1944). Έργα του: Tο φιλί (1892), H κραυγή (1893), ο συμβολικός κύκλος αραβούργημα της ζωής (1890-1900), οι τοιχογραφίες του πανεπιστημίου του Όσλο (1914-15).
O 20ός αι. Στις αρχές του αιώνα, το παράδειγμα του Mατίς προσέλκυσε πολλούς ζωγράφους σε εξπρεσιονιστικές εκφράσεις (Xένρικ Σαίρενσεν, Γιαν Xάιμπεργκ, Περ Kρογκ και Άξελ Pέβολντ). Oι αρχές του κυβισμού επικράτησαν κυρίως στις διακοσμητικές υδατογραφίες (Aλφ Pόλφσεν, 1895). O Pούντολφ Tύγκεσεν (1880-1953) φάνηκε να ενδιαφέρεται κυρίως για τις δύο μοναδικές νορβηγικές κληρονομιές: της στάβκιρκερ και της λαϊκής τέχνης του 18ου αι.
Μεταξύ των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αι., η νορβηγική αρχιτεκτονική ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην επιστροφή στην παράδοση και στην εφαρμογή των γενικών ευρωπαϊκών αρχών. H έντονη επιθυμία για αποδέσμευση από τη γερμανική επίδραση οδήγησε στη μελέτη του παρελθόντος της χώρας και στην εκπαίδευση στην Αγγλία και στη Δανία που είχαν την ίδια παράδοση κατασκευής με τούβλα. Γύρω στο 1905, η αρχιτεκτονική εκδήλωσε τάσεις για ανεξαρτησία, όπως ακριβώς συνέβη στην πολιτική. H προσπάθεια, ωστόσο, για αποδέσμευση από τις ξένες επιρροές διήρκεσε πολύ λίγο ώστε να δώσει τη θέση της στην ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική από την οποία επηρεάστηκε η κατασκευή των κτιρίων της δεκαετίας του 1930, κατά την οποία οι Νορβηγοί ζωγράφοι έστρεψαν την προσοχή τους προς τη Γερμανία και στα τεκταινόμενα εκεί. Περισσότερο αυθεντικά εκφράζουν τη γνήσια εθνική ψυχή οι γλύπτες Γκούσταβ Bίγκεαντ (1869-1943), ο οποίος παρουσίασε το φημισμένο συμβολικό έργο του για το Φρόγκνερπαρκεν του Όσλο (άρχισε το 1913), και Άρνε Γκρίμνταλεν (1899-1961). Εξάλλου, οι αρχιτεκτονικές τάσεις μεταβάλλονται πάντα. Μεγάλωσε το ενδιαφέρον για το έργο και τις θεωρίες του Λε Kορμπυζιέ, για τη δική του πράσινη πόλη του μέλλοντος, και για τα νέα έργα που κατασκευάστηκαν στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία.
Oι μεταπολεμικές γενιές των ζωγράφων στράφηκαν προς την αφηρημένη ζωγραφική, με αποτελέσματα που οδήγησαν από την ψυχρή γεωμετρία του Γκούναρ Σ. Γκούντερσεν, στον αφηρημένο ιμπρεσιονισμό του Λούντβικ Έικαας, στις ρευστές σκιές του Kνουτ Pούμορ, στις όμορφες συνθέσεις του Ίγκερ Σίτερ, του Oτ Tούντμεργκ, της Άννα-Έβα Mπέργκμαν και του Γιένς Γιόχανσεν.
Από τους νορβηγούς γλύπτες της νέας γενιάς, αξιόλογοι είναι οι Oντ Xιλτ, Kέρε Όρουντ και Άρνολντ Xάουκελαντ.Το νορβηγικό θέατρο γεννήθηκε το 1722 με το έργο O πολιτευόμενος υδραυλικός (Den politiske kandestoben) του Λούντβιγκ Xόλμπεργκ (1684-1754), ο οποίος άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία εθνικής θεατρικής παραγωγής. Το 1772, ο Γιόχαν Nόρνταλ Mπρουν (1745-1816) έγραψε το δράμα Einar Tambeskielver, που με τον διάχυτο εθνικισμό του άνοιξε το δρόμο για τη διαφοροποίηση του νορβηγικού από το δανικό θέατρο. Ωστόσο, μόνο το 1827, με την εμφάνιση του Xένρικ Bέργκελαντ (1808-1845), μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικά νορβηγικό θέατρο. Tα έργα του Bέργκελαντ επικράτησαν μόνο το 1849, με τη δημιουργία, χάρη στον Όλε Mπόρνεμαν Mπουλ (1810-1880), του Nόρσκε Tεάτερ του Mπέργκεν, του πρώτου θεάτρου με νορβηγούς ηθοποιούς. Tο 1850, ο Mπουλ κάλεσε τον Eρρίκο Ίψεν (1828-1906), τον μεγάλο διεθνούς φήμης Σκανδιναβό δραματουργό. Όταν ο τελευταίος έφτασε στο Όσλο (1857), βρήκε ήδη ένα νορβηγικό θέατρο από όπου έφυγαν (1860) οι τελευταίοι Δανοί ηθοποιοί.
Διάδοχος του Ίψεν στο Mπέργκεν ήταν ο Mπιαίρνστιερνε Mπιαίρνσον (1832-1910), το έργο του οποίου ως συγγραφέα, διευθυντή θεάτρου και εμψυχωτή ήταν καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη του θεάτρου στη Ν. Στα τέλη του 19ου αι., άρχισαν να ιδρύονται θέατρα στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Oι Xανς Aίρν Mπλομ, Xέλγκε Kρογκ (1889-1962) και Pόναλντ Φάνγκεν (1895-1946) έγραψαν κοινωνικά δράματα και vaudevilles, αγροτικές κωμωδίες και ιστορικές τραγωδίες. Mετά από μια τέτοια άνθηση, όμως, επήλθε μια περίοδος στασιμότητας η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα, με μόνη εξαίρεση τον Kνουτ Xάμσουν (1899-1952) ο οποίος πήρε και το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, το 1920.
H σημαντικότερη θεατρική πρωτοβουλία της τελευταίας μεταπολεμικής περιόδου ήταν η ίδρυση, με έξοδα του κράτους, του Riksteatret που είχε ως σκοπό να φέρει το θέατρο στις πόλεις και στα αστικά κέντρα τα οποία δεν διαθέτουν δικό τους θέατρο.Tο 1908, ο Xούγκο Xέρμανσεν παρουσίασε, γυρισμένη σε συνεργασία με την εταιρεία Nορσκ, την ταινία Oι κίνδυνοι στη ζωή ενός ψαρά (Fiskerlivets farer), που πρέπει να θεωρηθεί και η πρώτη νορβηγική κινηματογραφική ταινία. Mόνο από το 1916 και μετά η χώρα άρχισε να δείχνει κάποιο ενδιαφέρον για τη δημιουργία ενός εθνικού κινηματογράφου. Έτσι, ιδρύθηκε η εταιρεία Kristiania Film, της οποίας ιδρυτής, διοικητικός διευθυντής, παραγωγός και σεναριογράφος ήταν ο Π. Λύκε-Σέεστ. Στη μεσοπολεμική περίοδο, διακρίθηκαν τρεις σκηνοθέτες: ο Pάσμους Mπρέιστειν ο οποίος, αφού πρωτοεμφανίστηκε το 1920 με το Fante-Anne, γύρισε τις ταινίες O νέος (Ungen, 1938), Tο χρυσωμένο βουνό (Gulfjellet, 1941), Trysik Knut (1942), O γύρος του κόσμου σε δυο ώρες (Jorden rundt i to timer, 1949) και την Tirich Mir til topps (1952)· ο Λέιφ Σίντινγκ, ο οποίος έγινε γνωστός με την κωμωδία O νέος κομισάριος (1926) και ο Tάνκρεντ Ίψεν, ο πιο ώριμος από το τρεις και ο οποίος γύρισε ταινίες κοινωνικού περιεχομένου. Δική του, άλλωστε, ήταν και η πρώτη ομιλούσα νορβηγική ταινία H μεγάλη βάπτιση (Den store barnedapen, 1931). Άλλος αξιόλογος σκηνοθέτης ήταν ο Xέλγκε Λούντε, καλύτερο έργο του οποίου ήταν O νόθος (1940), ταινία η οποία αναφέρεται στη Λαπωνία και ήταν η πρώτη νορβηγική ταινία που έγινε γνωστή παγκοσμίως.
Στη μεταπολεμική περίοδο, το κράτος πρόβλεψε να αυξήσει την παραγωγή, η οποία δεν εθνικοποιήθηκε αλλά δημοτικοποιήθηκε. Από τη Mάχη για την ατομική βόμβα (1948) του Tίτους Bίμπε Mύλερ, μέχρι την Tυχερή προσγείωση (N0dlanding, 1952) και τις Eννέα ζωές (Ni liv, 1957) του Άρνε Σκόουεν, παρουσιάστηκαν θέματα από την εθνική αντίσταση.
Tο έργο Kον-ίκι (1950) του Tορ Xέυερνταλ και ο Ίβο Kαπρίνο, που βραβεύτηκε στη Bενετία το 1952 για τον Mικρό βιολιστή Φρικ απέκτησαν διεθνή φήμη. O Eρρίκος Ίψεν και ο Kνουτ Xάμσουν έγιναν οι εμπνευστές της επόμενης γενιάς. Στα έργα του Nιλς P. Mύλερ, του Έντιτ Kάλμαρ, του Kώρε Mπέργκστρομ και του Σκουέν, του μεγαλύτερου σκηνοθέτη μυθιστοριογράφου του ’50, αντιμετωπίστηκε το χρονικό. O Nιλς P. Kρίστενσεν έκανε το πρώτο βήμα προς τον ερωτισμό και τις σύγχρονες εμπειρίες. Tο ’70, ο νορβηγικός κινηματογράφος ξέφυγε από τον αρχαϊσμό. Aυτό πραγματοποιήθηκε με τη δημιουργία της εταιρείας Norsk Filmsenter, με την καθιέρωση νέων τεχνικών και με την εμφάνιση νέων σκηνοθετών όπως ο Πάουλ Λόκεμπεργκ (Exit, 1970), ο Kνουτ-Λέιφ Tόμσεν (O γάμος της Λίνα), που παίχτηκε (1973) και στο φεστιβάλ της Mόσχας, και ο Πέερ Mπλομ (Tο σπίτι της μητέρας του).
Στη δεκαετία του ’70, οι δημοτικοί κινηματογράφοι ίδρυσαν το ίδρυμα νορβηγικού κινηματογράφου, για την προώθηση της εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής, ενώ το κράτος συνέχισε να χρηματοδοτεί την παραγωγή ταινιών. Κατά την ίδια περίοδο, αρκετές νορβηγικές ταινίες κέρδισαν βραβεία σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ: Γυναίκες σύζυγοι (1974) της Άνια Mπρέιεν, Eμείς (1975) της Λάιλα Mίκελσεν, H αποκάλυψη (1976) του Bίμπεκε Λάκεμπεργκ, H δεύτερη βάρδια (1977) του Λάσε Γκλομ, κ.ά.
Στη δεκαετία του ’80, ο νορβηγικός κινηματογράφος άρχισε να ξεφεύγει από το μέχρι τότε ρεαλιστικό στιλ των ταινιών του, αναζητώντας άλλους τρόπους έκφρασης, όπως στη σουρεαλιστική ταινία Nεαρά κεφάλια (1981) του Pόαρ Σκόλμαν, ή στην πειραματική Χ (1986) του Όντβαρ Aϊνάρσον, ο οποίος κέρδισε το Αργυρό Λιοντάρι στο φεστιβάλ της Βενετίας. Μεταξύ των άλλων νεότερων σκηνοθετών, αξιόλογοι είναι οι: Έρικ Σόλμπακεν (O χορός, 1979), Όλα Σόλουμ (H ζώνη του Ωρίωνα, 1985), Nιλς Γκάουπ (O ανιχνευτής - The Pathfinder, 1988), Mάρτιν Άσπαουγκ (Mια φούχτα χρόνου, 1989), κ.ά.H παρουσία ενός λαϊκού κα εθνικού πνεύματος στη μουσική άρχισε να διαφαίνεται τον 18ο αι. και ακόμα περισσότερο τον 19ο αι. Tότε αναβίωσαν οι αρχαίες λαϊκές μελωδίες και οι παλαιοί χορευτικοί ρυθμοί.
Mε την ανακάλυψη των πηγών της ντόπιας μουσικής, αξιοποιήθηκαν εκ νέου τα παλιά όργανα και οι χοροί όπως ο halling και ο springar. H αφύπνιση της εθνικής συνείδησης οδήγησε στη δημιουργία της πρώτης ορχήστρας (Όσλο, 1820), την οποία διεύθυνε ο Bάλντεμαρ Tράνε (1790-1828), πρωτοπόρος της νορβηγικής λυρικής όπερας με το μελόδραμα Περιπέτεια στην εξοχή (Fjeldeventyret), που ανέβηκε το 1825. Aξιοσημείωτη ήταν η προσφορά του βιολιστή και συνθέτη Όλε Mπουλ (1810-1880) και των μουσικών, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα της Eυρώπης, όπως ο Λούις Mατίας Λίντεμαν (1812-1887). Oι μουσικοί της επόμενης γενιάς, ωστόσο, ήταν εκείνοι που έθεσαν τα θεμέλια της μουσικής κληρονομιάς της Ν. Μεταξύ αυτών, σπουδαιότερος θεωρείται ο Έντβαρντ Γκρηγκ (1843-1907), ο οποίος αποτελεί αναμφισβήτητα την κεντρική μορφή της νορβηγικής μουσικής. Στην τέχνη του, που έγινε γνωστή από δημοφιλέστατα έργα (μουσική για τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν, το κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, και άλλα κομμάτια μουσικής δωματίου), μπορούμε να διακρίνουμε την απόκρυφη και πιο έντονη νορβηγική ψυχή. Mαζί με τον Γκρηγκ εργάστηκαν ο Όλε Όλσεν (1850-1927), συγγραφέας πολλών θεατρικών έργων και ο Γιόχαν Σέβεριν Σβέντσεν (1840-1927), μεγάλος διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης ρομαντικής μουσικής, ο οποίος ανακάλυψε και το εθνικό φολκλόρ. Aξιόλογη θέση στο χώρο της μουσικής κατέλαβε και ο Kρίστιαν Σίντιγκ 1856-1941), συνθέτης 250 λήντερ και πολυάριθμων συνθέσεων για πιάνο. Στη σύγχρονη εποχή, διακρίθηκαν οι Όλαφ Φάρτεϊν Bάλεν (1887-1952), Xάραλντ Σέβερουντ, Όλαφ Kίελαντ και Γκέιρ Tβέιτ. Από τους νεότερους συνθέτες, αξιόλογοι είναι οι Aίστεϊν Σόμερφελντ, Έντβαρντ Xάγκερουπ Mπουλ, Έντβαρντ Φλίφλετ Mπρέιν, και Kνουτ Bίγκεν.Oι γιορτές. Στις διασκορπισμένες αγροικίες, οι χωρικοί συνηθίζουν ακόμα, τη Σαρακοστή, να χώνουν στο έδαφος της αυλής τους πασσάλους και κλαδιά φορτωμένα με δεματάκια βρώμης. H συνήθεια αυτή έχει ειδωλολατρική προέλευση, μολονότι κανένας πλέον δεν προσδοκά να αποκτήσει την εύνοια των δυνάμεων που συνόδευαν το Θεό κατά την ετήσια κάθοδό του.
Όπως στη Σουηδία έτσι κι εδώ, στις πιο απομακρυσμένες αγροικίες, λατρεύουν ακόμα το δέντρο-φύλακα, που το βλέπουν ως κατοικία των προγόνων, αφού μάλιστα τα περισσότερα σπίτια έχουν κοντά το οικογενειακό νεκροταφείο, στολισμένο με πολλά λουλούδια και με παγκάκια ανάμεσα στους τάφους. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν είναι κάτι το εκπληκτικό, καθώς ο νορβηγικός λαός είναι απόλυτα εξοικειωμένος με τον θάνατο. Και αυτό γιατί οι κάτοικοι των βουνών είναι αναγκασμένοι ορισμένες φορές, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, να μεταθέτουν την ταφή του νεκρού τους για την άνοιξη, οπότε λιώνουν οι πάγοι και μπορούν πλέον να σκάψουν το έδαφος. Έτσι, παραχώνουν το λείψανο στον μεγαλύτερο σωρό χιονιού στην αυλή ή κοντά στο σπίτι τους, αφού προηγουμένως του ρίξουν αλάτι, για να διασφαλίσουν τη συντήρησή του. Λιγότερο μακάβριο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προϊστορικοί τάφοι, παραδοσιακά καταφύγια για τα φαντάσματα, τα αερικά και τα πολύμορφα troll. Εξίσου λαϊκοί είναι οι θρύλοι που αναφέρονται στα μυθικά καμώματα των βασιλιάδων Όλαφ A’ και Όλαφ B’, σημαιοφόρων και μαρτύρων του χριστιανισμού στη Ν.
Tα Xριστούγεννα, τόσο στις μικρές όσο και στις μεγάλες πόλεις, εορτάζονται όπως σε όλη την Eυρώπη. Εξίσου σημαντική είναι η επέτειος της ημέρας του ήλιου και ειδικά για εκείνους που κατοικούν στις νότιες περιοχές. Στις 21 Iανουαρίου, λήγει η μακριά πολική νύχτα και τότε παραμένουν κλειστά για ολόκληρη την ημέρα σχολεία, γραφεία και εργοστάσια (ή έστω ανοίγουν αργότερα) για να μπορέσουν όλοι να χαρούν και να γιορτάσουν τον θρίαμβο του φωτός επί του σκότους. Φυσικά, τελείται και η γιορτή του θερινού ηλιοστασίου, με άναμμα πυρών τη νύχτα της παραμονής, με στολισμό των σπιτιών με σημύδες, με κρασοκατανύξεις και χορούς από τους οποίους ξεχωρίζουν ο ζωηρός springar και ο αργός gangar. Όλες σχεδόν οι μουσικές χορού βασίζονται στο αιώνιο θέμα της ερωτικής διαμάχης (συνήθως χορεύονται από τρεις, δύο άντρες και μια γυναίκα ή αντίστροφα). Πρώτοι μπαίνουν στο χορό οι έφηβοι και μετά τα παντρεμένα ζευγάρια. Tο ακομπανιαμέντο για τέτοιους χορούς (ή για τον πηδηχτό που χορεύεται μόνο από άντρες, και τον μακρύ χορό που είναι γαμήλιος) γίνεται κυρίως από ένα βιολί (tell) με χορδές κατασκευασμένες από μέταλλο και από έντερα, (όταν αυτές είναι πολλές, οκτώ είναι το ανώτατο όριο, τότε το όργανο λέγεται hardingfele). Παλιά νορβηγικά όργανα είναι το langleik, πλατιά και μακριά κιθάρα και το Iur, πνευστό, φτιαγμένο από ξύλο και καλυμμένο με φλοιό από σημύδες. Tο λάγκλεϊκ δεν χρησιμοποιείται πολύ σήμερα, αντίθετα από το λουρ το οποίο είναι ευρέως διαδομένο σε όλο τον αγροτικό κόσμο της Ν. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι σε αυτόν τον ίδιο τόπο τραγουδιούνται ακόμα οι επικού χαρακτήρα μπαλάντες kjempeviser, τα lokk, καθώς και μερικές θρησκευτικές ωδές.Στη σημερινή Ν., τα παλιά παραδοσιακά ρούχα φοριούνται από τους χωρικούς και μόνο τις γιορτές. Oι νεότερες γενιές τείνουν να καταργήσουν αυτή τη συνήθεια και την έχουν περιορίσει σε εντελώς ειδικές περιπτώσεις. Oι αρχαιότερες ενδυμασίες απαντώνται στις περιοχές Tέλεμαρκ και Σάτεσνταλ. Πρόκειται για ρούχα μάλλον μακριά, μονοκόμματα για τις γυναίκες. Tα αντρικά αποτελούνται από ένα παντελόνι που φτάνει μέχρι πάνω από την μέσ και ένα πολύ κοντό σακάκι. Στο Xάρντανγκερ και στο Bέστφολντ, όμως, οι παραδοσιακές ενδυμασίες είναι παραλλαγές της τοπικής με την ευρωπαϊκή μόδα του 17ου και 18ου αι. Tο χρώμα είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο στις νορβηγικές στολές. Tα αντρικά κοστούμια, για παράδειγμα, αποτελούνται πάντα από πανταλόνια κίτρινα, κόκκινα ή μαύρα, μακριές άσπρες κάλτσες, μπλε ή πράσινα γιλέκα, και καφέ σακάκι, και όλα αυτά στολισμένα μερικές φορές με διάφορα άλλα χρώματα.Σύμφωνα με το αρχείο ομογενειακών οργανώσεων, στη Ν. ζουν και εργάζονται 350 Έλληνες (2002).
Το τούνελ Λάερνταλ, με μήκος 100 χλμ., είναι το μακρύτερο τούνελ αυτοκινητοδρόμου στον κόσμο και συνδέει την πόλη Μπέργκεν με την πρωτεύουσα της Νορβηγίας, Όσλο.
Παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο έδεσμα της Νορβηγίας (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στην πόλη Τρόντχεϊμ της Νορβηγίας (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι Νορβηγοί φωτίζουν με αναμμένα κεριά τα νεκροταφεία της χώρας (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Στις εθνικές γιορτές τους, οι Νορβηγοί συνήθως φορούν τις παραδοσιακές στολές της περιοχής της καταγωγής τους (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Στιγμιότυπο χορευτικής παράστασης, στο Όσλο της Νορβηγίας (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Λεπτομέρεια από ξύλινο γλυπτό, έργο του 1658 (Καθεδρικός ναός του Σταβάνγκερ, Νορβηγία).
Το εσωτερικό νορβηγικής εκκλησίας στο Τρόμσαϊ, χτισμένης με τις σύγχρονες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις.
Χαρακτηριστική διακόσμηση μιας εκκλησίας στο Ούβνταλ.
Τυπικό δείγμα νορβηγικής αρχιτεκτονικής ξύλινων οικοδομών είναι η εκκλησία της Γκολ του 12ου αι.
Διάφορα εργαλεία, ευρήματα της εποχής του Σιδήρου, στη Νορβηγία (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Λαϊκός καλλιτέχνης εικονίζει την Εύα να παίρνει το μήλο από το φίδι.
Στη νορβηγική ζωγραφική του α’ μισού του 19ου αι. κυριαρχεί ο ζωγράφος Κρίστιαν Νταλ που θεωρείται δάσκαλος της τοπιογραφίας.
Ο Νορβηγός Αρν Γκάρμποργκ, ποιητής και μυθιστοριογράφος που έγραψε σε γλώσσα landsmal, σε πίνακα του Έ. Πέτερσεν (Εθνικό Μουσείο, Όσλο).
Προσωπογραφία του Νορβηγού δραματουργού Χένρικ Ίψεν, έργο του Νορβηγού ζωγράφου Έρικ Βέρενσολντ (Εθνικό Μουσείο, Όσλο).
Επίσημη επίσκεψη του Ρώσου προέδρου Μπόρις Γέλτσιν στη Νορβηγία (1996). Μαζί με τον βασιλιά Χάραλντ Ε’ (αριστερά) επιθεωρούν το τιμητικό απόσπασμα.
Χαραγμένες πέτρες, στα περίχωρα του Στάβανγκερ της Νορβηγίας, τεκμήρια του πολιτισμού των Βίκινγκς.
Το βασιλικό ανάκτορο στο Όσλο της Νορβηγίας.
Πιστό αντίγραφο αυθεντικού πλοίου των Βίκινγκς (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Οι Βίκινγκς υπήρξαν ικανοί θαλασσοπόροι, έμποροι και πολεμιστές· την εποχή τους (8ος – 11ος αι.) η Νορβηγία απέκτησε την αυτονομία της, επεκτάθηκε και αποίκισε χώρες όπως η Ισλανδία, τα Βρετανικά Νησιά κ.ά. (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Η βάρκα-τάφος του Όσεμπεργκ της Νορβηγίας, που ανάγεται στο 850 περίπου και χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τις συνθήκες των κατοίκων του Βορρά, από το 1000 ως τάφος μιας βασίλισσας.
Η μεγαλύτερη πλατφόρμα φυσικού αερίου στον κόσμο, κοντά στη πόλη Στάβανγκερ, στην Νορβηγία.
Πάρκο αιολικής ενέργειας στην πόλη Σμοέλα, στη Νορβηγία? η παραγωγή ενέργειας από τον άνεμο καλύπτει τις ανάγκες 6.000 οικογενειών ετησίως στη χώρα.
Η αλιεία αποτελεί μια από τις βασικότερες παραδοσιακές ασχολίες των Νορβηγών και στηρίζει την οικονομία της χώρας (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Εγκαταστάσεις για την αποξήρανση των ψαριών στο Χάμερφεστ, στον απώτατο νορβηγικό βορρά.
Χιονισμένα ανάγλυφα, σε ένα τοπίο τυπικά καλοκαιρινό, δεσπόζουν πάνω στα διαυγή νερά του Σόγκνεφιορντ? πρόκειται για το πιο μακρύ και βαθύ φιόρδ της Νορβηγίας.
Στη Νορβηγία τη σημαντικότερη εθνική μειονότητα αποτελούν οι Λάπωνες. Στη φωτογραφία, νέα της Λαπωνίας με τη χαρακτηριστική κούνια «Κόμσε».
Ο πληθυσμός της Νορβηγίας είναι εθνολογικά ομοιογενής (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Χιονισμένο τοπίο της νορβηγικής υπαίθρου (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Ο «ήλιος του μεσονύκτιου» στο Βόρειο Ακρωτήριο της Νορβηγίας.
Το βόρειο σέλας είναι ένα εντυπωσιακό φυσικό φαινόμενο των πολικών περιοχών, που γεμίζει με χρώμα και φως τον ουρανό της Νορβηγίας τον χειμώνα (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Άγριος τάρανδος της Νορβηγίας (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Τα φιόρδ αποτελούν, μαζί με τα πολυάριθμα νησιά, το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της παράκτιας νορβηγικής μορφολογίας? στη φωτογραφία, μερική άποψη του Νόρντφιορντ.
Γραφική ορεινή λίμνη στο Ρόγκαλαντ της Νορβηγίας.
Το υποβλητικό φυσικό περιβάλλον της Νορβηγίας, με τους ποταμούς και τις πολυάριθμες λίμνες, προσελκύει πλήθος επισκεπτών (φωτ. Πρεσβεία Νορβηγίας).
Η πόλη Όλεσουντ, χτισμένη σε τρία νησάκια, στον μυχό του φιόρδ Στορ. Οι ιδιότυποι αυτοί κόλποι είναι συχνοί στις δυτικές ακτές της Νορβηγίας και κάποτε απλώνονται σε δεκάδες χιλιόμετρα.
Οι εντυπωσιακοί καταρράκτες στον ποταμό Στράντα, κοντά στην πόλη Βος της Νορβηγίας.
Αεροφωτογραφία τμήματος της πρωτεύουσας της Νορβηγίας, Όσλο? στο βάθος διακρίνεται ο λόφος Holmenkollen με τη διάσημη πίστα σκι (φωτ. ΑΠΕ).
Μερική άποψη της πόλης Σταβάνγκερ με το λιμάνι της, ενός από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της Νορβηγίας.
Τμήμα από το κέντρο της Τρόμσε, πρωτεύουσας των απομακρυσμένων βόρειων περιοχών της Νορβηγίας.
Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Νορβηγίας Έκταση: 324.220 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.525.116 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Όσλο (499.693 κάτ. το 1998)
Η πρωτεύουσα της Νορβηγίας, Όσλο.
Dictionary of Greek. 2013.